Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Οι διανοούμενοι

Όταν πρωτοδιάβασα το "Περί τυφλότητος", κάπου στα 1998, αισθάνθηκα ότι ανακάλυψα τη σοφή χελώνα στον κήπο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Εντυπωσιάστηκα. Έκλεισα την τελευταία σελίδα και έμεινα κάποια λεπτά ακίνητος, σα να 'μουν μωρό και να μου χαϊδεύαν το μέτωπο. Προσπάθησα από τότε να μάθω κι άλλα γι' αυτόν, διάβασα κι άλλα βιβλία του, θαμπώθηκα με εμπνεύσεις όπως αυτή του τίτλου "Η πέτρινη σχεδία" και κατέληξα να τον θεωρώ ένα κορυφαίο σύγχρονο διανοούμενο.

Ομολογώ ότι δεν είχα μεγάλη εξοικείωση με την έννοια "διανοούμενος", καθ' ότι μεγαλωμένος στην Ελλάδα των 80΄s και των 90΄s, οπότε ο οξύς κατά καιρούς λόγος του Σαραμάγκου μου έδωσε μια καλή ιδέα της σημασίας του όρου. Στο μάθημα της έκθεσης, ήδη απ' το Γυμνάσιο ακούγαμε για αυτούς που θα αντιδράσουν αν τα πράγματα εκτραπούν από την γραμμική πορεία προς τη συλλογική ευημερία, γι' αυτούς που θα αντισταθούν στους διεφθαρμένους πολιτικούς διαφυλάττοντας τις αρχές της δημοκρατίας και, αν χρειαστεί, θα τραβήξουν και το αυτί του "λαού" σε εξαιρετικές περιστάσεις κατά τις οποίες αυτός σφάλλει επικίνδυνα. Αυτή η έκθεση (ιδεών), ως τέσσερις σελίδες λέξεων μια μέρα του Ιουνίου κάτω από τον ήλιο των Πανελλαδικών, ήταν μάλλον το εισιτήριο των νέων από τον κόσμο μιας ιδεαλιστικής εφηβικής σκέψης στο λεωφορείο του άκρατου ατομικισμού της εγχώριας ενηλικίωσης, ένας βαθμολογημένος χαρτοπόλεμος ενσυνείδητων ψευδών, αλλά αυτό, τώρα, είναι "εκτός θέματος".

Αυτές τις μέρες που, λόγω Μουντιάλ, πολλοί Έλληνες ζηλεύουν την Πορτογαλία γιατί έχει Ρονάλντο (ή την Ολλανδία λόγω Σνάιντερ), πρέπει να πω κι εγώ ότι εδώ και πάνω από δέκα χρόνια ζηλεύω την Πορτογαλία γιατί είχε το Ζοσέ Σαραμάγκου. Ή, ανάποδα, με θλίβει ότι τόσα χρόνια η χώρα μου δεν είχε κανένα σαν αυτόν. Κάποιον που να μιλάει ευθεία μέσα μας, χωρίς κακία και συμφέρον. Που να μην έχει σπίτι του τηλέφωνο από τη Siemens, να μην παίρνει επιχορηγήσεις, να μη ζητεί υπουργεία, να μην τρώει δείπνο παρέα με το Σημίτη, να μη βγαίνει στην τηλεόραση ιδρωμένος μιλώντας για τα πάντα χωρίς να ξέρει τίποτε σε βάθος. Τα τηλεοπτικά παράθυρα : ένας μεταμοντέρνος διάδρομος γυμναστικής όπου το υποκείμενο (όχι, δεν τρέχει χωρίς να πηγαίνει πουθενά) μιλάει χωρίς να εκφέρεται λόγος.

Βέβαια, το χειρότερο όλων είναι τι πάθαμε εμείς σαν πολίτες μιας χώρας που κανένας δεν μας μιλούσε αληθινά : πάψαμε να ακούμε. Άκριτα, συνολικά και ανερυθρίαστα, είτε πρόκειται για δημόσιο λόγο είτε για ιδιωτική συνομιλία, ό,τι λέγεται δεν μας ακουμπάει στο ελάχιστο. Κανέναν μας. Οι ανοικτές τηλεοράσεις παίζουν αυτό τον καιρό θέματα όπως μειώσεις μισθών, περικοπή εργασιακών δικαιωμάτων, αύξηση φόρων, παραγραφή αδικημάτων πολιτικών προσώπων, παράνομες προσλήψεις, γενικές απεργίες, και η πλειοψηφία καθόμαστε απαθώς στο σαλονάκι μας και τα κοιτάμε λες και πρόκειται για δελτία καιρού, παροδικά κύματα μίνι καύσωνα κ.ο.κ., ένα φυσικό φαινόμενο που όπως μας βρήκε θα μας αφήσει. Δυστυχώς, δεν είναι έτσι. Ανθρώπινες επιλογές, κατασκευές κάποιων που μας θίγουν συλλογικά στον πυρήνα της κοινωνικής μας ζωής, κι εμείς χαμογελούμε αυτιστικά.

Αυτό νομίζω ότι είναι και η μεγάλη (κοινωνική) αξία του Σαραμάγκου, ότι δηλαδή μιλώντας στην δική του κοινότητα, τουλάχιστον κατόρθωσε οι πολίτες να τον ακούν, δεν έχει σημασία αν διαφωνούσαν ή όχι. Εμείς, εδώ, μην ακούγοντας κανέναν ανθρώπινο ήχο για πολύ καιρό παρά μόνο ισχυρό θόρυβο, χάσαμε την ικανότητά μας να ακούμε. Είτε είναι το "σ' αγαπώ" της κοπέλας σου είτε το "απολύεσαι, γιατί έτσι" του εργοδότη, είτε μια φωνούλα μέσα στο μυαλό του καθενός - παλιά τη λέγαμε συνείδηση - δεν έχει την παραμικρή σημασία. Απ' τις ενέργειες του καθενός φαίνεται ότι μας διαφεύγει το νόημα. Αν ο Σαραμάγκου ήταν Έλληνας, μάλλον ένα βιβλίο του θα ονομαζόταν "Περί κωφότητος".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου