Όταν λεφτά πραγματικά υπήρχαν,
[την εποχή του πατέρα εκείνου που το έκανε διαφημιστικό σλόγκαν, είτε ως πραγματικά λεφτά, με την έννοια ότι ήταν γεμάτη η τσέπη στο παντελόνι με χαρτονομίσματα - δραχμές και όχι με credits - δανεικά ευρώ στις οθόνες των τραπεζικών atms, είτε ως πραγματικά υπήρχαν, τότε που το κράτος μας όχι μόνο δεν είχε πτωχεύσει αλλά ο ήλιος ο πράσινος μεσουρανούσε στο δημόσιο χώρο χαρίζοντας σε όλους μας εκείνη τη συλλογική (ψευδ) αίσθηση του αιωνίως ρέοντος χρήματος, που εμφανιζόταν, ανάλογα την περίπτωση, ως αποδεκτή υπερτιμολόγηση κάποιου δημόσιου έργου, ως μίζα πολιτικού ή ως ολοένα αυξανόμενος μισθός μονίμου δημόσιου υπαλλήλου, ως εμφανής κοινοτική ή κρατική επιχορήγηση έγγραφων σχεδίων που ήταν νομοτελειακά προορισμένα να παραμείνουν στον κόσμο του χάρτου, ως πειραγμένο ταξίμετρο ή νοθευμένο πετρέλαιο, σαν να πιστεύαμε τότε ότι τα χρήματα φύτρωναν στα αειθαλή δέντρα της πασόκικα ανθισμένης κοινωνίας μας]
θέλουμε να πιστεύουμε ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα από σήμερα. Ήμαστε λιγότερο ρατσιστές τότε, ή έτσι πιστεύουμε, λέμε μεταξύ μας ότι ήμαστε περισσότερο χαρούμενοι τότε, ανεκτικοί, περνούσαμε πιο ωραία τον καιρό μας, καλοπερνάγαμε, δεν κάναμε, προς θεού, σκέψεις αυτοκτονίας, λειτουργούσε ομαλά το σύστημα "έξω" : ο καπιταλισμός, ο δικομματισμός, η εταιρεία στην οποία δουλεύαμε, η ποδοσφαιρική μας ομάδα είχε βραζιλιάνους παιχταράδες, κ.ο.κ. αλλά ήταν ωραία και η προσωπική του καθένα μας ζωή, "μέσα" - η σχέση μας με το στεφάνι μας, η εξωσυζυγική μας σχέση, οι πελάτες μας μας πλήρωναν είτε πόρνες ήμαστε είτε παπάδες, με τους φίλους πηγαίναμε και τα σπάγαμε στα μπουζούκια ή εκδρομές παρέα τέλεια ήτανε τότε.
[την εποχή του πατέρα εκείνου που το έκανε διαφημιστικό σλόγκαν, είτε ως πραγματικά λεφτά, με την έννοια ότι ήταν γεμάτη η τσέπη στο παντελόνι με χαρτονομίσματα - δραχμές και όχι με credits - δανεικά ευρώ στις οθόνες των τραπεζικών atms, είτε ως πραγματικά υπήρχαν, τότε που το κράτος μας όχι μόνο δεν είχε πτωχεύσει αλλά ο ήλιος ο πράσινος μεσουρανούσε στο δημόσιο χώρο χαρίζοντας σε όλους μας εκείνη τη συλλογική (ψευδ) αίσθηση του αιωνίως ρέοντος χρήματος, που εμφανιζόταν, ανάλογα την περίπτωση, ως αποδεκτή υπερτιμολόγηση κάποιου δημόσιου έργου, ως μίζα πολιτικού ή ως ολοένα αυξανόμενος μισθός μονίμου δημόσιου υπαλλήλου, ως εμφανής κοινοτική ή κρατική επιχορήγηση έγγραφων σχεδίων που ήταν νομοτελειακά προορισμένα να παραμείνουν στον κόσμο του χάρτου, ως πειραγμένο ταξίμετρο ή νοθευμένο πετρέλαιο, σαν να πιστεύαμε τότε ότι τα χρήματα φύτρωναν στα αειθαλή δέντρα της πασόκικα ανθισμένης κοινωνίας μας]
θέλουμε να πιστεύουμε ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα από σήμερα. Ήμαστε λιγότερο ρατσιστές τότε, ή έτσι πιστεύουμε, λέμε μεταξύ μας ότι ήμαστε περισσότερο χαρούμενοι τότε, ανεκτικοί, περνούσαμε πιο ωραία τον καιρό μας, καλοπερνάγαμε, δεν κάναμε, προς θεού, σκέψεις αυτοκτονίας, λειτουργούσε ομαλά το σύστημα "έξω" : ο καπιταλισμός, ο δικομματισμός, η εταιρεία στην οποία δουλεύαμε, η ποδοσφαιρική μας ομάδα είχε βραζιλιάνους παιχταράδες, κ.ο.κ. αλλά ήταν ωραία και η προσωπική του καθένα μας ζωή, "μέσα" - η σχέση μας με το στεφάνι μας, η εξωσυζυγική μας σχέση, οι πελάτες μας μας πλήρωναν είτε πόρνες ήμαστε είτε παπάδες, με τους φίλους πηγαίναμε και τα σπάγαμε στα μπουζούκια ή εκδρομές παρέα τέλεια ήτανε τότε.
Και πριν από δυο - τρία χρόνια, με το μνημόνιο, κατέρρευσαν όλα. Μονομιάς η χώρα μας λένε κάτι Δανοί ότι δεν παράγει και ο κόσμος όλος τους πιστεύει, η αξιοπιστία των πολιτικών μας είναι το νούμερο ένα παγκόσμιο ανέκδοτο, το οποίο στα μπαρ ανά την υφήλιο ακολουθείται καπάκι από τη φράση "greek statistics", στο άκουσμα της οποίας λύνονται απ' τα γέλια οι θαμώνες, οι εκλεγμένοι μας αντιπρόσωποι μας λένε ψέμματα, μας κατηγορούν ότι εμείς ευθυνόμαστε για την κατάντια της χώρας, οι ευρωπαϊκές εφημερίδες μας λένε τεμπέληδες και τρακαδόρους - τζαμπατζήδες, έξω μας κοροϊδεύουν και μέσα μας δουλεύουν, μας μειώνουν τους μισθούς και ανεβάζουν το κόστος ζωής, δουλεύουμε για μήνες απλήρωτοι, μας απολύουν και δεν μας δίνουν αποζημίωση, μας λένε ότι θα πρέπει να δουλεύουμε περισσότερο με τα μισά λεφτά, αύξηση φόρων, ειδοποιητήριο τραπεζικής οφειλής, χαράτσι και λογαριασμός Δ.Ε.Η., νέα αύξηση φόρων, απόλυση, μείωση επιδόματος ανεργίας, μας λένε ψηφίστε μας να μην αυξηθούν οι φόροι, νέα αύξηση φόρων τρεις μήνες μετά από τις εκλογές, απεργίες στα νοσοκομεία, καταλήψεις στα σχολεία, η τηλεόραση παίζει συνέχεια επαναλήψεις, στην πορεία σε βαράνε ή σε ψεκάζουν, ληστείες, κλοπές, μετανάστες σου παίρνουν τη δουλειά, το αυτοκίνητο χωρίς ασφάλεια, καβγάδες στο σπίτι, καταθλιπτική ατμόσφαιρα μέσα και έξω, σκατά. Πως διαλύθηκε τόσο ξαφνικά, άραγε, η ζωή μας ; Πότε πρόλαβε κι ένας στους εφτά από μας έγινε φασίστας, πως μέσα σε μια νύχτα η τηλεόρασή μας δεν βλέπεται, πως από τη μια βουλή στην άλλη οι πολιτικοί μας αποδείχθηκαν απατεώνες, οι τράπεζές μας δεν έχουν λεφτά και οι εργοδότες μπέσα ; Πότε έγινε τόσο γκρινιάρα η γυναίκα και τόσο απαιτητική η γκόμενα, τόσο μικρή ομάδα ο βάζελος ή η ΑΕΚ ;
Αν απομακρυνθούμε από τη μεταφυσική επιρροή λαϊκών μύθων στη σφαίρα των οποίων το νεαρό παλικάρι χάνει τη λαλιά του ένα βράδυ από μια νεράιδα, στο ποτάμι, μπορεί και να καταλάβουμε ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη. Ούτε οι άνθρωποι. Οι Παναγιώταροι δεν δημιουργήθηκαν από την οικονομική κρίση, την τελευταία τριετία, ούτε πρόσφατα λάθεψαν οι πολιτικοί μας, οι εργολάβοι και οι τραπεζίτες. Το ποδόσφαιρό μας δεν ήταν ποτέ ευρωπαϊκού επιπέδου, ο Σαραβάκος ίσως, οι πόλεις μας και οι δρόμοι μας ποτέ καθαροί και η τηλεόραση που βλέπαμε δεν άξιζε και ποτέ, εδώ που τα λέμε, με μοναδική εξαίρεση τον Αρναούτογλου - πλάκα κάνω. Απλά αυτό που κάποιοι ονόμασαν μεταπολιτευτική δημοκρατία ήταν ένα λεπτοδουλεμένο, είναι η αλήθεια, ψέμμα, μια απάτη. Οι αιτίες της δημιουργίας αυτού του πέπλου ψεύδους που κάλυπτε για δεκαετίες κάθε πτυχή της κοινωνικής μας ζωής, αν και δεν είναι της παρούσας, θα πρέπει να αναζητηθούν στο αξιακό υπόβαθρο της νοοτροπίας του νεοέλληνα. Η ηθική της υπόσχεσης δεν έγινε τώρα κάτι σαν το μονόκερο, ήταν έτσι πάντα. Η αξιοκρατία, η αίσθηση της προσωπικής και συλλογικής ευθύνης, η αξία της γνώσης και η γνώση της αξίας, η αριστερά, η αστική τάξη, η ακεραιότητα, λέξεις και έννοιες που ποτέ δεν (δείξαμε ότι) καταλάβαμε το πραγματικό νόημά τους. Αλλά το ψέμμα έχει κοντά ποδάρια. Ίσως όσο μεγαλύτερο το ψέμμα, ανάλογη και η διάρκεια της ισχύος του, αλλά όχι όση η αλήθεια. Ήταν φυσικό να σκάσει και έσκασε στα μούτρα μας. Ίσως αν στις αρχές του 2010 είχαμε πιστέψει ότι μπορούμε να βάλουμε μπουρλότο και απειλούσαμε να ανατινάζαμε την Ευρώπη, με την απειλή της χρεοκοπίας, ίσως να κρατούσε κι άλλο ο παράδεισος της οικονομικής μας άνεσης, ως χώρα, αλλά η φούσκα που είχαμε κάνει σπίτι μας για να ζήσουμε όλοι μέσα κάποια μέρα θα έσκαγε.
[Είναι δυνατόν αιωνίως ο (κάθε) Πρωτόπαππας να χαίρει σεβασμού ως πολιτικός, οι εκάστοτε κυβερνήσεις να αντιμετωπίζουν το δημόσιο ταμείο όπως ακριβώς ο υδραυλικός την είσπραξη της ημέρας, που κρατάει στην τσέπη του, μια νύχτα στα μπουζούκια (λουλούδια) ; Είναι δυνατόν κάποιοι να έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή πλουσιοπάροχα ασχολούμενοι αποκλειστικά, επαγγελματικά, με το ΠΑΣΟΚ ή τη ΝΔ, και να θέλουν να κληρονομήσουν τον τρόπο της δικής τους ζωής στα παιδιά τους και τα εγγόνια τους ; Ήταν δυνατόν να γίνουμε όλοι υπάλληλοι του Δημοσίου ; Να μην δουλεύει κανένας τη γη ; Όλοι οι έμποροι να διπλασιάζουν κάθε χρόνο τα κέρδη τους ; Να είναι αντικειμενική δημοσιογράφος η Έλλη Στάη ; Ο Άγγελος Χαριστέας σπουδαίο φορ ;]
Πρέπει κάποια στιγμή να παραδεχτούμε ότι καθένας από εμάς είχε φτιάξει επί χρόνια τη δική του "μηχανή", το δικό του συστηματάκι, προϋπόθεση λειτουργίας του οποίου ήταν η πλήρης αδιαφορία (στην καλύτερη) ή η στυγνή εκμετάλλευση (για μερικούς) όλων των υπολοίπων, αυτού που αποκαλούμε "κοινωνικό σύνολο". Από τον Άκη που έπεισε τον εαυτό του και τη σύζυγό του (άντε και τον Ιορδάνη Χασαπόπουλο) ότι είναι ο Ντόναλντ Τράμπ, αλλά και όλους τους πολιτικούς που διετέλεσαν σε θέσεις εξουσίας και συμβλήθηκαν, ως Ελληνικό Δημόσιο, με εταιρείες που συγγενείς τους δημιούργησαν σε μια νύχτα για την εκτέλεση ενός έργου, μέχρι τον κουλουρτζή στη γωνία Πανεπιστημίου και Μπενάκη που δεν ξέρει ακόμη τι είναι η απόδειξη (η λέξη του θυμίζει αμυδρά μια παλιά σειρά με έναν ασπρομάλλη ... ναι ντε το Μάτλοκ) και όλοι οι υπόλοιποι εμείς ανάμεσά τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι ανεξαιρέτως με τα χρόνια συνδιαμορφώσαμε αυτό το καταρρέον σήμερα ερείπιο που έχει πρωθυπουργό τον Αντώνη το Σαμαρά : το ελληνικό κράτος.
Η λέξη "λαμόγιο" δεν δημιουργήθηκε χθες. Έχει δημιουργηθεί από πολύ καιρό, καλύπτοντας το κενό μιας περιγραφικής ανάγκης. Διαβάζω ότι παλιά λαμόγιο ήταν ο κράχτης στον παπά, δηλαδή αυτός που αρχικά κέρδιζε, σε συνεννόηση με τον παπατζή, με προφανή σκοπό να σε παρασύρει να παίξεις - και να χάσεις. Η λέξη σιγά - σιγά έγινε αυτό που έγινε, κάτι ανάμεσα στον μεγαλοπασόκο και το Μπέο, στον Ακάλυπτο της τηλεοπτικής σειράς και στον υπάλληλο της σειράς στην όποια Πολεοδομία. Επειδή δεν είμαι ο Πάγκαλος μπλογκάρων με ψευδώνυμο, δεν ισχυρίζομαι ότι όλοι μας είμαστε λαμόγια, ούτε ότι πολίτες και πολιτικοί ευθύνονται εξίσου, αλλά είναι που στην κοινωνία μας τα λαμόγια ήταν και είναι πάρα πολλά, είναι συγγενείς μας και φίλοι, μαζί στο σχολείο, στο στρατό, στη δουλειά δίπλα δίπλα, παντού, τα ξέραμε και τα ανεχτήκαμε για πολλά χρόνια. Φαίνεται πως ξεχνάμε γρήγορα τα πάντα, απ' το Θέμο που μας κάνει να χαζογελάμε τα βράδια με ηλιθιότητες και δε βαριέσαι, τι πα να πει ότι τον έπιασαν σε κάτι σύνορα να κουβαλάει εκατομμύρια ευρώ σε σακούλες σκουπιδιών, έχει πλάκα και τα λέει ωραία, μέχρι τον πρωθυπουργό που άλλα έλεγε το πρωί της Κυριακής των εκλογών και άλλα είπε το βράδυ της νίκης, τα χωνεύουμε όλα αμάσητα. Η αντικοινωνική συμπεριφορά, βέβαια, δεν έχει να κάνει μόνο με λεφτά : να βγεις πρώτος στο φανάρι για την αριστερή στροφή προσπερνώντας τους υπόλοιπους (μαλάκες) που περιμένουν στη σειρά τους, να μην αφήσεις χαρτάκι με τα στοιχεία σου στο αμάξι αυτού που τράκαρες στο ξεπαρκάρισμα, αφού δεν σε είδε κανένας, να μην περιμένεις στην ουρά στη δημόσια υπηρεσία, να βρεις κανένα γνωστό να πάρεις τηλέφωνο πριν, να απολυθείς σε συμφωνία με τον εργοδότη να παίρνεις (και) το επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, να γράψεις τα φάρμακα σε αλλουνού το βιβλιάριο, να βρεις κάποιον να σου βάλει το παιδί στον παιδικό σταθμό, στη φοιτητική εστία, χωρίς να το δικαιούσαι, στ' αρχίδια σου αν κάποιος άλλος μείνει απ' έξω, να βάλεις την εταιρεία στο όνομα της μάνας σου που είναι "καθαρή" κ.ο.κ.
Εξαπατώντες και εξαπατημένοι, είτε ενεργώντας ως απατεώνες είτε παραμένοντας σχετικά αδιάφοροι, ανυστερόβουλοι επικριτές των κακώς κειμένων και ζώα που κοιμόμαστε όρθια, πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουμε ότι έχουμε όλοι μας μερίδιο για αυτή την κατάσταση της πλήρους έλλειψης γενικών και αφηρημένων ηθικών κανόνων, η τήρηση των οποίων θα έκανε γενικά τη ζωή μας να κυλάει καλύτερα.
Εξαπατώντες και εξαπατημένοι, είτε ενεργώντας ως απατεώνες είτε παραμένοντας σχετικά αδιάφοροι, ανυστερόβουλοι επικριτές των κακώς κειμένων και ζώα που κοιμόμαστε όρθια, πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουμε ότι έχουμε όλοι μας μερίδιο για αυτή την κατάσταση της πλήρους έλλειψης γενικών και αφηρημένων ηθικών κανόνων, η τήρηση των οποίων θα έκανε γενικά τη ζωή μας να κυλάει καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου