Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

Οι πατάτες της γιαγιάς

Περιμένοντας τη γιαγιά μου να πεθάνει αναπολώ τα παιδικά μου καλοκαίρια μαζί της, μαθητής του δημοτικού με τη γυναίκα που όλοι στο σόι αποκαλούσαν κέρβερο και την φοβόντουσαν γνήσια, βαθιά μέσα τους, ήδη από τη γέννησή τους από εκείνη και εντεύθεν, συνεχώς, μέχρι και που έκαναν και εκείνοι παιδιά και δεν κατάφεραν κι εκείνα να τους φοβούνται όχι τόσο γιατί είχαν αλλάξει οι καιροί, που λένε, επειδή είχαμε πια στο σπίτι ρεύμα και τουαλέτα και τέτοια, αλλά γιατί όλοι ξέρουν ότι κανείς δεν γίνεται να φοβάται τον φοβισμένο, όπως και να το κάνεις, και το να τους βλέπεις να κάθονται όλοι σούζα μπροστά στα προστάγματά της, με ελαφρώς τρεμάμενα γόνατα, μετά το μεσημεριανό τραπέζι, εκεί, πέριξ του δεκαπενταύγουστου, λίγο πριν η μάνα μου το μαζέψει και πάει να πλύνει τα πιάτα, σιωπηλή, ήταν αρκετό για να σου εντυπωθεί ότι κανένας από δαύτους δεν μπορούσε να σου εμπνεύσει κανενός είδους πραγματικό φόβο, για τίποτα ουσίας, τουλάχιστον. Γιατί μπορεί να σε χτυπούσαν όλοι με την παραμικρή αφορμή, ουρλιάζοντας πως είσαι κωλόπαιδο να έχουν σπάσει στην πλάτη σου ξύλινες κουτάλες και να σου έχουν πετάξει μέχρι και τασάκια, που σε πέτυχαν, αλλά η άποψή τους για τη ζωή και για εσένα δεν έγινε ποτέ κανενός τύπου "νόμος", δεν κατάφεραν ποτέ να επηρεάσουν πραγματικά τις επιλογές σου απ' όταν ήσουν μικρός, από τότε που σ' έστελναν στη γιαγιά σου μόλις τελείωνε το σχολείο, και ήδη από την πρώτη εβδομάδα στο χωριό δεν θυμόσουν καν ότι είχες γονείς, πόσω μάλλον ότι αυτοί διέθεταν και κάποιου τύπου γνώμη για σένα, και έμαθες ότι αυτή η αίσθηση είναι ό,τι πιο κοντά στην ευτυχία.

Άσε που ο κέρβερος είχε ανέκαθεν μία και ίσως, μοναδική αδυναμία, στους άρρενες πρωτότοκους κατά τάξεις, και τα 'φερε έτσι η ζωή που ήμουν ο πρώτος της εγγονός, εκ γενετής εξαιρεθείς από τη μήνιν της, με αποτέλεσμα να μου φέρεται με μια γλυκύτητα που σχεδόν κανείς από το σόι δεν ήξερε ότι υπήρχε μέσα της και βεβαίως δεν μπορούσε να κατανοήσει, ίσως γιατί στο μυαλό της έμελλε ότι θα τη διαδεχόμουν, ή έστω ότι θα γινόμουν κάποιου τύπου στήριγμα, στο απώτερο μέλλον, μπορεί όχι για την ίδια αλλά για την οικογένειά της. Κι έτσι, αυτή η αρχαία σπαρτιάτισσα με μεγάλωσε με ό,τι ήξερε να φτιάχνει, ζυμωτό ψωμί κατευθείαν από τον ξυλόφουρνο, ζεστό, θυμάμαι την πετσέτα απλωμένη πάνω από το ταψί, τυρί που είχε φτιάξει η ίδια, ντομάτες από τον κήπο της, πίτες ζυμωμένες από τα χέρια της, άσε που, ενώ η βάση της διατροφής στο σπίτι της ήταν το κρέας, συνήθως κάποιο αρνί από τα πρόβατά της, με κατάλαβε που δεν μπορούσα να το φάω, από μικρός, κι άρχισε να τηγανίζει πατάτες για να με ευχαριστεί. Και κάπως έτσι, από εκείνα τα καλοκαίρια, που ήταν με διαφορά τα πιο ανέμελα όλης μου της ζωής, θυμάμαι χαρακτηριστικά τη γιαγιά μου να μου μιλάει για τα ζώα, να με μαθαίνει τι χρειάζεται το κοπάδι, να κάθεται να τα αρμέγει πριν πέσει ο ήλιος, να κάνω διάφορες αγροτικές εργασίες που μου ανέθετε και να χαίρομαι, να καβαλάω μαζί της τα βουνά ή μόνος μου, γιατί με εμπιστευόταν, και να γυρίζω το μεσημέρι κουρασμένος στην αυλή, θυμάμαι αυτή την κούραση την παιδική που σε κοίμιζε ακόμη και στην καρέκλα καθιστό, με ένα χαμόγελο στην ψυχή και στο πρόσωπο, και να πηγαίνει στην κουζίνα να τηγανίσει πατάτες, μέσα σ' ένα κατάμαυρο παλιό βαθύ τηγάνι που κόχλαζε το λάδι, θυμάμαι πως τις έκοβε άτσαλα μεγαλούτσικες και δεν ήταν καθόλου ομοιόμορφα τηγανισμένες οι ρημάδες αλλά δεν πιστεύω ότι έχω χορτάσει περισσότερο με τίποτα απ' όσο φάει ποτέ μου πέρα από εκείνες τις πατάτες που μάθαινε να μου φτιάχνει η γιαγιά μου μόνο και μόνο για να αισθάνομαι ότι δεν μου λείπει τίποτε στο χωριό από τη ζωή μου, για να μην πάρω τηλέφωνο το βράδυ από το καφενείο τη μάνα μου και να της πω ότι δεν περνάω καλά στο χωριό με τη γιαγιά μου. Που να 'ξερε.

Κι έτσι, εκεί στο χωριό, με την απουσία του παππού ανάμεσά μας κάθε στιγμή και τον πόνο της, η γιαγιά μου καθόταν και μου έλεγε ιστορίες, κάποιες φορές τραγούδαγε δημοτικά τραγούδια, έλεγε διάφορα λόγια για τον καιρό που ήταν νέα, τι σκεφτόταν στην αρχή της άτυχης ζωή της, γελούσε από την καρδιά της με τις βλακείες μου και με καμάρωνε πρωτογενώς ως η αρχηγός της αγέλης κι εγώ δεν μπορούσα παρά να απορώ γιατί όλοι τους φοβόντουσαν αυτό το ζεστό όμορφο πλάσμα που τόσο ανιδιοτελώς με βοηθούσε στη ζωή μου και στη σκέψη μου, εκείνα τα χωρίς θάλασσα απίθανα καλοκαίρια, έναν άνθρωπο που, με τον τρόπο που ζούσε, μου έδωσε το παράδειγμα, κάτι που μεγαλώνοντας κατάλαβα πόσο σπάνιο αλλά και σπουδαίο ήταν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου