Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Ο φόβοΣ και ο ΤΡΟΜΟΣ

Ξημερώματα Σαββάτου ένας φίλος υποστήριξε ότι οι τύποι της Σέχτας είναι δειλοί, "Δειλοί και ηλίθιοι", είπε κατά λέξη. Διαφώνησα αυτόματα ως προς το δειλοί, όχι μόνο γιατί θα μπορούσε να έχει υποστηρίξει την ίδια θέση κι ο Παπαχελάς με άρθρο του στην Καθημερινή, αλλά μάλλον γιατί είναι σαν να μου έλεγε κάποιος ότι θεωρεί ότι το ένα κιλό φράουλες που μόλις αγόρασε είναι κόκκινες.

Αρχίζοντας από έναν γενικό (αρνητικό) ορισμό της δειλίας ως έλλειψης θάρρους, κοιτάω στο λεξικό πως ορίζεται το θάρρος : τόλμη, αφοβία, αντίθ. φόβος, δειλία λέει. Δύο αρνητικά μας κάνουν ένα θετικό, η Σέχτα προς το παρόν δεν ορίζεται και καταλήγω μάλλον ότι διαφώνησα στη θέση ότι οι τρομοκρατικές τους πράξεις υποκινούνται από δόσεις φόβου μεγαλύτερες απ' ό,τι οι δικές μου πράξεις, εμένα του μέσου, καθημερινού, συνετού, καταναλωτικού πολίτη. Τώρα μάλιστα, αρκεί να ζυγίσουμε το φόβο της τρομοκρατημένης κοινωνίας και του τρομοκράτη για να καταλήξουμε σε ασφαλές συμπέρασμα ως προς το ποιος φοβάται περισσότερο, ποιος είναι ο πιο δειλός.

Σκέφτομαι τρομοκρατία, πετάγομαι Νέα Υόρκη, δίδυμοι πύργοι πάπαλα 11.9.2001. Πριν από εκείνη τη μέρα πως ήταν τα πράγματα; Με απλά γεωμετρικά σχήματα, έχουμε το κλασσικό τρίποδο τραπέζι ουζερί και πάνω σε αυτό μια πιατέλα ποικιλίας τεσσάρων ατόμων, άδεια. Το εμβαδόν του κύκλου του τραπεζιού είναι το σύνολο της αμερικάνικης κοινωνίας και το περιεχόμενο της πιατέλας οριοθετεί αυτούς που καταφέρνουν και ζουν το αμερικάνικο όνειρο. Έξω από την πιατέλα σαν κόκκοι σκόνης πάνω στο σίδερο ζουν Μεξικάνοι, Λατίνοι, πόρνες, λαθρομετανάστες, μαύροι, τζάνκια άσπρα, μακροχρόνια άνεργοι, αναλφάβητοι, ανειδίκευτοι και όλοι όσοι τρώνε από τα συσσίτια. Η υπόθεσή μου είναι ότι ζουν κάθε μέρα με το φόβο μη τυχόν πέσουν από το τραπέζι (φυλακή, απέλαση, θανατική ποινή κ.λ.π.) ενώ όσοι είναι μέσα στην πιατέλα με το φόβο μη τυχόν πέσουν έξω από αυτή στο τραπέζι, "you are fired", no health insurance, no bank loan repayment etc. Χοντροκομμένο αλλά έτσι. Και ύστερα από αυτό το τσουνάμι φόβου (δηλ. τρόμου) που κατέκλυσε την αμερικανική κοινωνία εκείνη την αποφράδα εντεκάτη του Σεπτέμβρη ; Ακριβώς οι ίδιοι προηγούμενοι προσωπικοί φόβοι, συν ένας : ότι ο κακός ισλαμιστής θα φυτέψει μια βόμβα στην τάρτα φράουλα του παιδιού μου και μόλις αυτό πάει να τη φάει θα την ενεργοποιήσει με τηλεκοντρόλ. Πάει το παιδί, πάνε και οι φοροαπαλλαγές που το συνοδεύουν.

Μέσα στο βιβλίο "Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου" του Αρανίτση ζει ένα πλουσιοκόριτσο του Παλαιού Ψυχικού, η Αμαλία, έφηβη και με καθωσπρέπει αρχές. Ίσως όμορφη ίσως άσχημη, σίγουρα τίγκα στην εφηβική κάβλα της προσμονής του πρωτόγνωρου, ερωτεύεται ένα χτικιάρη (ταξικά) βοηθό υδραυλικού με γραμμώσεις Baywatch. Εννοείται πως δεν του λέει τίποτα, ότι δεν βγάζει άχνα ούτε στην κολλητή της και ότι το απωθεί σαν σκέψη και από τον εαυτό της τον ίδιο αλλά είπαμε : κάβλα, σαν τη βλακεία ανίκητη. Κάποια στιγμή πέφτει στο κρεββάτι της να κοιμηθεί, θυμάμαι, και τα γράμματα στο βιβλίο ενώνονται κάπως έτσι : "καμιά σχέση με τα γιασεμιά του δικού της σπιτιού, αυτά που σκαρφάλωναν τις βαθμίδες του ονείρου και έφταναν ψηλά μέχρι τη στέγη, εκεί όπου η Αμαλία και ο βοηθός κοιμόντουσαν αγκαλιασμένοι μέσα σε μια κουνουπιέρα από άστρα που είχε υφάνει ο φόβος". Το νόημα είναι μάλλον ότι το να ακολουθείς τις κοινωνικές νόρμες της κανονικότητας είναι περισσότερο προϊόν φόβου παρά συνειδητή επιλογή, κάτι το οποίο πιστεύω απόλυτα. Χτυπάμε τα παιδιά μας, τους φωνάζουμε, ουρλιάζουμε σ' αυτά, τα κυνηγάμε όσο πρέπει για να τα φοβίσουμε όσο φοβόμαστε κι εμείς. Το δικό μου το παιδί φοβάται ακριβώς όσο εγώ (με καμάρι). Μακάρι η Αμαλία να ήταν η εξαίρεση αλλά είναι ο κανόνας με βεβαιότητα θανάτου.

Ο παπάς της ενορίας μας ζει φαινομενικά έντιμα, επιστρέφει με χαμόγελο τα παραπανίσια ρέστα στο περίπτερο και δεν αναπτύσσει ποτέ ταχύτητα πάνω από 50 χλμ/ώρα εντός πόλης με το αυτοκίνητο, μόνο και μόνο γιατί φοβάται να πράξει το αντίθετο. Τι θα πει ο κόσμος, ένας ψίθυρος, μια φήμη και μετά η ιστορία γίνεται ροντέο (βλ. Old boy), με τα έντερα του Πάπα θα κρεμάσουμε το βασιλιά κ.λ.π. Δεν την πέφτω σε κάποια γιατί φοβάμαι την απόρριψη, την πέφτω γιατί φοβάμαι τη μοναξιά ή να δείξω ότι φοβάμαι, πληρώνω τις δόσεις μου γιατί φοβάμαι ότι ένα πρωί θα με ξυπνήσει ο κλητήρας, η αριστερά μου λέει να φοβάμαι τη δεξιά, η αντιπολίτευση την κυβέρνηση και ο Καρατζαφέρης τους ξένους. Η φοβία ως δεύτερο συνθετικό λέξεων κάνει σουξέ διαρκείας, υψό, αγορά, φωτό, μικροβιό κ.λ.π., όλα αγνά στοιχεία της φύσης και της ζωής, ένα χαπάκι μετά από κάθε γεύμα και δεν θα φοβάσαι φίλε μου να ζήσεις. Περπατά πολύς κόσμος στην Πανεπιστημίου με χημικές πατερίτσες και βοηθητικές ρόδες.

Στην Ελλάδα μας την περήφανη σήμερα όλοι φοβούνται κραχ το φθινόπωρο, οι υπάλληλοι την απόλυση, οι έμποροι το λουκέτο, οι επιχειρηματίες τα κανόνια, οι καταναλωτές τους τόκους των πιστωτικών καρτών, οι τράπεζες τους δανειολήπτες, οι δανειολήπτες τις τράπεζες, οι πολιτικοί το πολιτικό κόστος, οι ψηφοφόροι τους πολιτικούς, όλοι μαζί την τρόικα, η τρόικα τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας, οι βουλευτές τον κίνδυνο να μην επανεκλεγούν, οι πολιτευτές τον κίνδυνο της επανεκλογής όλων των υπαρχόντων βουλευτών, οι υπουργοί τον ανασχηματισμό, ο πρωθυπουργός το εκλογικό σώμα, οι νέοι τη γνώμη των γονιών τους και οι γονείς τα βλέμματα των παιδιών. Ο μόνος που δεν φοβάται τίποτε - διαπιστωμένα - είναι ο Κάιζερ Σόζε (και ο Ατρόμητος Αθηνών).

Επειδή θέλω να τελειώνω, νομίζω πως ο φόβος μας κάνει να ξυπνάμε το πρωί, να ζούμε όπως ζούμε και να κοιμόμαστε το βράδυ, έχοντας ενεργοποιήσει το συναγερμό στο σπίτι ή αφού κλειδώσουμε όλες τις πόρτες. Το οτι κάποιοι αντιδρούν, όπως αντιδρούν, και ξεφεύγουν από όλες τις δικές μου συμβάσεις και περνούν τα όρια που εγώ έχω μάθει να σέβομαι, ηθελημένα, φαντάζομαι, δεν θα με κάνει να τους πω δειλούς, πιο δειλούς από εμένα, δηλαδή. Νομίζω πως θα ήταν και λάθος (γενικά) και άδικο (για αυτούς) και εκδικητικό (από εμένα). Επειδή από την αγέλη που ανήκω δέκα πρόβατα λοξοδρόμησαν και πήγαν να ζήσουν σα λύκοι, πόσο φτηνό ακούγεται να τους κατηγορούμε στις συζητήσεις μας και να τους αποκαλούμε φοβισμένα πρόβατα. Αφού μόνο αυτό δεν είναι. Θα μπορούσα να τους χαρακτηρίσω με εκατοντάδες επίθετα, ηλίθιους, ανώριμα παιδιά, εγκληματίες που πρέπει να συλληφθούν και να μείνουν ισόβια μέσα, αλλά δειλούς όχι, όχι πιο δειλούς από μένα που αν επιπλώσω πλήρως τη φούσκα μου από το ΙΚΕΑ και ρίξω πάνω στον καναπέ της για πάντα το μουνί της ζωής μου θα μπορούσα να πεθάνω αδιαμαρτύρητα δουλεύοντας πέντε μέρες την εβδομάδα 9 το πρωί με 9 το βράδυ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου