Ένα διήγημα απ' τη συλλογή του Χρήστου Οικονόμου "Κάτι θα γίνει, θα δεις" ξεκινάει με "το να σε διώχνουν από τη δουλειά είναι σαν κάταγμα". Στα παπάρια μου, θα πεις. Εμένα πάλι όχι. Εκεί που το διαβάζω και πριν προλάβω καν να καταπιώ το τελευταίο -γμα έφυγα πίσω κάτι χρόνια και βούλιαξα φοιτητής στο κάθισμα κάποιου σινεμά στη Θεσσαλονίκη, ένα βράδυ που πριν απ' την προβολή ποιος είναι ο Russell Crowe δεν είχα ιδέα. Ούτε τι θα έβλεπα ήξερα - δε θυμάμαι ποιος είπε να πάμε να δούμε το The Insider. Τέλος πάντων, το κάταγμα της άδικης απόλυσης μου έφερε στο νου κατ' ευθείαν την εικόνα του αγνώριστου Αυστραλού στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, τη φωνή της Lisa Gerrard να του γαμάει κι άλλο την ψυχολογία με εκείνο το απάλευτο "meltdown" και την ταπετσαρία πίσω του να ξεκολλάει λίγο λίγο, μέχρι να μετασχηματιστεί ο γυμνός από αυτή πλέον τοίχος σε προτζέκτορα πατρικής νοσταλγίας, σε άδειο μπουκάλι της διαφήμισης της Absolut όπου η παράθλαση της εικόνας δεν αναφέρεται στη μορφή των αντικειμένων που βλέπεις αλλά στον τρόπο με τον οποίο εσύ τα αντικρίζεις - και αυτά ίδια, εκεί. Η οπτική του-έξω-από-τον-κήπο-του-σπιτιού-που-παίζουν-τα-παιδιά-του πατέρα, συζύγου και γενικά πρώην οικογενειάρχη, ένα κοίταγμα ταυτόχρονα περαστικού και φύλακα άγγελου. Και κατόπιν εορτής αναρωτιέμαι γιατί αυτό το πέταγμα, ποια η σχέση της αισθητικής του Μάικλ Μαν και τα αδιέξοδα του τεχνοκράτη ήρωά του με το φτωχό κόσμο της Νίκαιας του Οικονόμου, που σε ένα διπλανό διήγημα ο μπαμπάς σηκώνεται και φεύγει αφήνοντας το γιο του να κοιμάται μόνος γεμάτος ντροπή που δεν μπορεί να του αγοράσει φαγητό, ντροπή που κατευθύνεται με τα πόδια στο λιμάνι για να του δανείσει λεφτά η μεγάλη κόρη του, για να ταΐσει το άλλο του παιδί, ντροπή ανεργίας, ντροπή επιστροφής χωρίς λεφτά, ντροπή να είσαι ο πατέρας του γιου σου. Αλλά το κάταγμα είναι κάταγμα. Η ακριβή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη της κόρης του Κρόου, το τεράστιο σπίτι στα προάστια και η γενικότερη άνεση περί τα οικονομικά της καλομαθημένης - οικιακά - συζύγου του στο τέλος έχουν την ίδια υποκειμενική βαρύτητα, στην απώλειά τους, με ένα ζευγάρι παπούτσια - δώρο του μπαμπά για τα Χριστούγεννα, κάπου στο Πέραμα. Μια η αφαίρεση και ίδιο το αποτέλεσμα αν από τη ζωή που έχουμε τώρα - χωρίς δουλειά - αφαιρέσουμε αυτή που πριν ζούσαμε. Ο πόνος ισούται με το κλάσμα εκείνο όπου αριθμητής η πυκνότητα αυτού που λέγανε στα καφενεία τα βράδια αξιοπρέπεια και παρονομαστής η γενικότερη αίσθηση έλλειψης αισιοδοξίας, άλλως τα χαμηλωμένα βλέμματα των ανθρώπων που περπατάνε στο δρόμο. Μάταιο, μετά τίποτα δεν ισούται με τίποτα, μετά είναι όλα στο περίπου ίσον. Αλλά δε γαμιέται :
Τι τσίπουρο θες ; Γλυκάνισο ή σκέτο.
Κρασί δεν έχεις ;
Έχω.
Εσύ τι πίνεις ;
Τσίπουρο.
Με γλυκάνισο ή σκέτο ;
Σκέτο.
Βάλε κι εμένα.
(από άλλο διήγημα, του ιδίου).
(από άλλο διήγημα, του ιδίου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου