Ένας άνθρωπος
που μοιάζει με κάποιον που δεν έχει πει ποτέ σε περιπτερά την φράση «κι ένα rizla χαρτάκια», γύρω στα
πενήντα πέντε, αφήνει τα ρούχα του πάνω σε μια πετσέτα στην παραλία. Το σώμα
του φαίνεται σωρευτικά κουρασμένο από ποιος ξέρει πόσα βαρετά δύσκολα χρόνια
δουλειάς, μάλλον καθιστικής, υπέρβαρος όσο κι οι περισσότεροι στην ηλικία του,
δείχνει παράταιρα μόνος∙ θα περίμενε κανείς από μια πενηντάρα κυρία με
περμανάντ από εικοσαετίας εκτός μόδας να συντροφεύει βαριεστημένα με τη συζυγική
της παρουσία αυτή την απογευματινή βουτιά, ίσως και δυο παιδιά από κοντά, λίγο
πριν την εφηβεία ή ήδη έφηβα να σιχτιρίζουν την οικονομική τους εξάρτηση από το
ζευγάρι που τους αναγκάζει να είναι τώρα σε αυτή τη συγκεκριμένη γωνιά της
Λακωνίας, πολύ κοντά στην προβλήτα του φέρι, πολύ μακριά από μια φίλη ή φίλους
που τους στέλνουν μηνύματα στο κινητό και είναι όλοι μαζί κάπου αλλού γιατί οι
γονείς αυτών των παιδιών δεν είναι σαν τους δικούς τους, ζωντανοί κίονες ενός
οικογενειακού ναού που βρίσκεται μόνο μέσα στο παλιομοδίτικο κεφάλι του πατέρα
τους, γιατί το χαρτζηλίκι εκείνων είναι πολλαπλάσιο του δικού τους αλλά όχι,
είναι μόνος. Μάλλον γι’ αυτό συνεχίζω να τον κοιτάω από μακριά τόση ώρα, γιατί
δεν του πηγαίνει η μοναξιά σαν εικόνα, τόσοι και τόσοι πηγαίνουν στη θάλασσα
μόνοι αλλά ο συγκεκριμένος ανήκει στο είδος εκείνων που στο οικογενειακό
τραπέζι κόβουν όρθιοι με τα χέρια και μοιράζουν το ψωμί στους άλλους, στους
αγαπημένους, ακουμπώντας το κομμάτι δίπλα απ’ το πιάτο ή στο χέρι μέσα,
αντίδωρο. Μπορεί να του το ‘πε ο γιατρός, σκέφτομαι, μέση, καρδιά, ρευματικά ποιος
ξέρει τι, γιατί να ταλαιπωρεί τη γυναίκα και τα παιδιά αφού το απόγευμα στις
διακοπές αλλιώς το ‘χουν στο νου τους εκείνοι. Άσε που τον δουλεύουν κιόλας,
παππούλη και μαλακίες, μια βουτιά μετά από κάθε γεύμα και δεν συμμαζεύεται,
είναι κι εκείνος ο μικρός, ο γιος του ντε μεγάλο πειραχτήρι, τα λέει και
πετυχημένα, γελάνε οι καρακάξες οι άλλες, γυναίκα και κόρη. Γελάει κι αυτός
αλλά λίγο στενοχωριέται μετά, λίγο σκέφτεται μετά ότι αυτό δεν είναι βουτιά
αλλά αγωγή, ότι άλλο οι βουτιές απ’ τους βράχους στα δέκα του με την παλιοπαρέα
κι άλλο αυτό τώρα, άλλο η καρδιά να γυρεύει τη βουτιά κι άλλο η βουτιά την
καρδιά. Μπαίνει μέσα αργά, τώρα τα πόδια μέχρι πιο πάνω απ’ τους αστραγάλους
στο νερό, στέκεται ήρεμος, κοιτάζει ευθεία. Θα κάνει το σταυρό του γεμάτο τρεις
φορές, σαν μπροστά από εικόνισμα, και μπαίνει.