Αν είναι αληθές ότι η ψυχολογία των καταναλωτών επηρεάζει την οικονομία, όπως μας λένε ολοένα και συχνότερα, τότε εξίσου βέβαιο είναι και το αντίστροφο : η αφραγκία προκαλεί κατάθλιψη. Επί προσωπικού το έχουμε συζητήσει πολλές φορές με φίλους, επί εθνικής κλίμακας δεν είχε τεθεί ποτέ μέχρι σήμερα. Στενοχωριόμασταν βλέπεις για τους υποσιτισμένους του κόσμου αλλά μόνο μέσω πολιτικών εκπομπών ή ντοκιμαντέρ για άγρια ζώα, μια τηλεστενοχώρια περισσότερο επιβεβαιωτική της ειλικρίνειας των αριστερών μας ευαισθησιών παρά ανθρωπίνως αληθινή, συναίσθημα κανονικό, μέχρι που νομίζαμε ότι στην υποσαχάρια καθημερινότητα η έλλειψη μποτιλιαρίσματος και down town έχει οδηγήσει τα πράγματα σε μια μονίμως ρέγγε διάθεση όπου ο κόσμος λικνίζεται ανέμελος από το πρωί μέχρι το βράδυ και οι σκοτούρες είναι κάτι σαν τις ομπρέλες, ξένη λέξη αχρείαστου νοήματος να αραχνιάζει σε κάτι λεξικά σαν έπιπλο στο σπίτι πεθαμένου. Οπτική τουρίστα είχατε, θα πεις, δεν θέλω πολύ να συμφωνήσω, ως τουρίστες ζούσαμε και τουριστικά τα βλέπαμε. Όλα αυτά βέβαια τελειώνουν μόλις συνειδητοποιήσεις ότι έγινες εσύ το αξιοθέατο, γκρις εδώ και γκρις εκεί στα διεθνή ειδησεογραφικά, γκρις στα χείλη του Σαρκοζί και στα δόντια της Μέρκελ, greek statisticks αντί για suvlaki, δεν έχουμε ακόμη πάρει γραμμή ότι θα πηγαίνουν τα παιδιά μας στην Ευρώπη, θα λένε στον ταξιτζή ότι μόλις έφτασαν από ελλάδα και αυτός θα πιάνει την κουβέντα "Αααα, γκρις, στατίστικς, νάις..". Λοιπόν, στο θέμα μας, η οικονομική κρίση αποδεικνύεται ότι είναι ο συντομότερος δρόμος προς την κοινωνική μιζέρια, αυτό που όλο και πιο πολύ ακούγεται ως "εθνική κατάθλιψη". Απόδειξη η εξής αναλογία : σαν μονάδα, σε χωρίζει η γυναίκα σου το βράδυ πριν σε απολύσουν και αρχίζει μια σπειροειδής προσωπική σκάλα προς τον πυρήνα του βούρκου οπότε σε δέκα μέρες το διαμέρισμά σου είναι τίγκα στα σκουπίδια (κουτάκια μπύρες, πίτσας κ.λ.π.), ο ίδιος είσαι άπλυτος και βρωμάς, κακόκεφος μέχρι αηδίας, δεν διαβάζεις εφημερίδες, άντε να μην κλείνεις την τηλεόραση αλλά δεν βλέπεις κι όλας, δεν απαντάς στα τηλέφωνα, δεν σηκώνεσαι απ' το κρεβάτι τη μέρα, δεν κοιμάσαι τη νύχτα, δεν πληρώνεις λογαριασμούς, ζόμπι κανονικό, έρχεται η μάνα σου με κλειδαρά σε πάει στον ψυχαναλυτή και λέει τη μαγική λέξη "Βαριά" κατάθλιψη, θεραπεία χαπάκια χαμογελάς χάρμα όλα. Κοινωνικά μιλώντας η Αθήνα σήμερα είναι βουλιαγμένη στα σκουπίδια, σαν το δωμάτιο του τυπάκου, κλειστά σχολεία, χωρίς λεωφορεία αφού δεν έχει δουλειά ο κόσμος για να μεταβεί, γιατροί, δικηγόροι, τελωνιακοί απεργούν, αύριο τα ταξί, οι μάγειρες και οι χορεύτριες, το σύστημα έχει κολλήσει σε βαθμό τέτοιο που είναι εμφανές με μια βόλτα. Ό,τι ήταν εμφανές σαν συλλογική διάθεση στο δημόσιο χώρο εδώ και ένα περίπου χρόνο άρχισε πλέον να παράγει εξωτερικά αποτελέσματα, η αίσθηση της σαπίλας μέσα μας πλημμύρισε και βγήκε προς τα έξω, αυτό το άηχο εσωτερικό μουρμούρισμα που σκάει από μέσα του στήθους και βγάζει έναν ηχο σα "σκατά" αποκτά πραγματικά νόημα όταν όλα γύρω σου μετατραπούν κι αυτά σε σκατά, η αυτοεκπληρούμενη προφητεία της κατάθλιψης επιβεβαιώνεται νοσηρά και σε κοινωνικό επίπεδο, όπως ο καθένας μας όταν έχανε τη δουλειά του (φράγκα) και ό,τι είχε στηρίξει σε χρηματική βάση, γκόμενα, μεζονέτα, διαρκείας στο γαύρο, σύνδεση στο ίντερνετ, κινητό τατς, έξοδος κάθε βράδυ, δεν μιλιόταν, έτσι και όλοι μαζί περπατάμε σήμερα με μια μούρη μέχρι το πάτωμα, έτοιμοι να αρπαχθούμε ή φοβισμένοι μέχρι το μεδούλι, έχουμε παρατήσει την πόλη στην τύχη της, τους ανθρώπους με λιγότερη από εμάς τύχη στη μοίρα τους, τη μοίρα μας σε αστείους εκπροσώπους και πάει λέγοντας. Σε λίγο, έτσι όπως πάει, όποιος γελάει δυνατά σε δημόσιο χώρο θα συλλαμβάνεται για πρόκληση των ηθών, οι χαρούμενοι άνθρωποι θα φυλακίζονται χωρίς δίκη, γιατί είχαμε όλοι μας περί πολλού τα λεφτά ανέκαθεν, αριστεροί και δεξιοί και η σιωπηλή πλειοψηφία, η μεσαία τάξη σιωπούσε μπουκωμένη από χρήματα και ηλεκτρικά κατσαβίδια να μη βάζεις δύναμη, και ασανσέρ στο σπίτι μέσα για τα γεράματα και κουμπάκια για τα πάντα για να μπορείς από τον καναπέ να ον/οφ, και τώρα που δεν έχουμε λεφτά δεν έχουμε τίποτα. Όλα λεφτά ήτανε. Για αυτό ενώ σε όλα η λέξη κοινωνικός εκτοπίζει πάντοτε την εθνικός, εδώ θα παραδώσει τα όπλα και η παράδοση αυτή θα γίνει τίτλος. Η κοινωνία είναι κάτι άλλο.