Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Παραφυλώντας

- Μπαμπά, πότε θα παίξουμε ; Έλα ! - Τι ; Εγώ θα τα φυλάω ; Πέντε (ήμουν κι εγώ κάποτε, και σου έμοιαζα) δέκα, δέκα πέντε, είκοσ' εικοσπεεεεέντε (δεν σε είχα ακόμη), τριάντα τριάντα πεεεέντε (όλα είναι τώρα, εσύ που ψάχνεις σαν το κατσίκι χοροπηδώντας να κρυφτείς κι εγώ με τα μάτια μου κλειστά και κολλημένη τη μούρη μου στη ντουλάπα του δωματίου, με τα κάθε μέρα και πιο άσπρα μου μαλλιά, με το λίγο χρόνο και τη λιγότερη διάθεση), σαράντα σαράνταπεεεεεέντε (κοίτα που ήδη βαριέμαι το μέτρημα, που να γίνω και σαράντα πέντε, πόσο θα είναι το βάρος μου τότε στο περπάτημα ή να σηκωθώ απ' τον καναπέ πόση δύναμη θα θέλω), πενήντα πενήντα πέντε (ισοϋψείς θα είμαστε και δεν θα θες να με βλέπεις και πολύ, όπως κι εγώ τον πατέρα μου, όπως μάλλον κι αυτός τον παππού μου) εξήντα εξήντα πεεεεεέντε (τράβα το το έψιλον να βρει καμια κρυψώνα της προκοπής ο μπουμπούνας - μα που να' ναι, δεν τον ακούω καθόλου, θα κρύφτηκε), εβδομήντα εβδομήντα πέντε (ας συντομεύουμε λίγο), ογδόντα ογδόντα πέντε (να τον βρω και να τον φτύσω ή μήπως να αρχίσω να τον ψάχνω αμέριμνα πίσω από τα κάδρα, μέσα στην καφετιέρα, μέχρι να βρει χρόνο να ξεπεταχτεί και να μου τη μπουμπουνίσει, τι είναι άραγε παιδαγωγικά ενδεδειγμένο ;), ενενήντα ενενήντα πεεεεεεεεεεεεεεεέντε (τόσο έψιλον ούτε καμπανάκι ότι βγαίνω, αρχίζει το μάτς) εκατό. Βαριεστημένα ανοίγω τα μάτια και ενώ γυρίζω από την αριστερή μου μεριά να πάω προς τα μέσα, να τον ψάξω μέσα στο πλυντήριο ή στο βάζο, το μικρό έχει μπαστακωθεί ακίνητο από πίσω μου και μόλις κάνω δυο βήματα τον ακούω : φτού, μπαμπά, σε κέρδισα. Όντως, δεν τον είχα καταλάβει, μπράβο του. Έκπληξη, εγώ, χαμόγελο, τι χαμόγελο, γέλιο τρανταχτό αυτός, μάλλον κατάλαβε ότι με "είχε", ότι δεν τον άφησα, ότι το άξιζε, ωραία στιγμή, μα τω Θεώ, εκεί, μπροστά στη ντουλάπα, από το τίποτα, από κάτι που ξεκίνησε σαν υποχρέωση, όπως όλα τελευταία. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου