Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Δεν φυσάει καθόλου σκέφτηκε, κοιτάζοντας τα δέντρα έξω

Πολύ πρωί, δεν έχεις κοιμηθεί σχεδόν καθόλου αλλά έχεις σηκωθεί, όταν αρχίζει το νερό να βράζει, κάπως έτσι, και συ κοιτάς τον πάτο του σκεύους, και περιμένεις, όρθια ακινησία (βλέμματος) αναμονής - είχες διαβάσει ότι τα μαθηματικά είναι κάπως σαν το τρεχούμενο νερό, στην Ιαπωνία ειπώθηκε ή γράφτηκε αυτό έτσι, ροή νερού και ροή αριθμών, από πάνω προς τα κάτω, μικρότερη δυνατή απόσταση - και βλέπεις το νερό να θέλει ν' αρχίσει να ανεβαίνει αφύσικα, κι αναρωτιέσαι τι είναι η έμπνευση, από που (σου) έρχεται και πως, ποια η διαφορά του συγγραφέα-σε-παύση, ας πούμε του Μπάρτον Φινκ μπροστά απ' τη γραφομηχανή του, μπλοκαρισμένου και κάθιδρου, και το καλαθάκι ξέχειλο με μπάλες χαρτιού - μια δυο λέξεις στο καθένα, μισή πρόταση ίσως - από εκείνον σε οίστρο, σαν την περίφημη εκείνη νύχτα που ο Γκάτσος έγραψε την Αμοργό, τι ακριβώς ονόμαζε Μούσα ο Όμηρος, γιατί λένε στις συνεντεύξεις τους διάφοροι ότι κάποιες στιγμές δεν μπορούν παρά να γράψουν, ότι οι λέξεις ρέουν στο χαρτί και τα γράμματα στοιχίζονται ανάλαφρα, κι είναι οι ίδιοι εκείνοι που βράδια ολόκληρα μπορεί να μείνουν άπραγοι μπροστά στον υπολογιστή χαζεύοντας ένα κενό λευκό έγγραφο, χωρίς να μπορούν να γράψουν ούτε ένα ΕΓΩ, δε μπα να γαμηθεί κι η προθεσμία (εκδότης), αφού δε βγαίνει τίποτε από μέσα, "Ήταν ένα βροχερό απόγευμα που ο ..." - διαγραφή - "Όλα ξεκίνησαν από ένα νεύμα που όλοι συνήθιζαν αλλά ..." - λάθος - ποια ακριβώς ανάγκη είναι αυτή που σε κάνει να θέλεις (να πρέπει;) να γράψεις ή να δημιουργήσεις, τι παθαίνει το μυαλό σου, τι συμβαίνει στην ψυχή σου και συντονίζεται μ' ένα κώδικα, πως γράμματα και συνάψεις παράγονται φυσικά, εικόνες φιλοτεχνούνται με μιας και ο λόγος ονομάστηκε από παλιά έμπνευση, κάτι από αέρα μέσα σου, από μουσικό όργανο ή τη φωνή της Λίζα Τζέραρντ σε χθεσινό όνειρο, κι οι άνθρωποι χωρίζονται, λέει, σε τρία είδη : τους πνευστούς, τους κρουστούς και τους έγχορδους, με μόνους τους πρώτους να γίνονται ποιητές και τους δεύτερους χτίστες, ενώ οι υπόλοιποι μιλάνε και λένε πως ψυχή δεν υπάρχει μόνο βιολογία και νευρώνες και φτιάχνουν εταιρείες και καταναλωτές, ακατάσχετα, και συνταγογραφούν χαπάκια στους άλλους, σε παιδιά, φοβισμένους και ονειροπόλους, πάντα ακατάσχετα, και περισσότεροι όντες έφτιαξαν τη δημοκρατία και την αρχή της πλειοψηφίας, οπότε όταν οι περισσότεροι λένε ότι δεν υπάρχει ψυχή, αυτό είναι έτσι, κι όσοι διαφωνούν είναι παπάδες και δεν το ξέρουν, ένας ρομαντικός αναχρονισμός στην καλύτερη, εμείς εδώ, τώρα, γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα με ψώνια και φωτάκια παντού και είναι καλύτερα να μη φυσάει έξω, από κάθε άποψη. Καλύτερα χωρίς αέρα τις γιορτές, αλλά και γενικά. 


       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου