Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Μόρια


ορισμός (ο) : Ο προσδιορισμός των ουσιωδών γνωρισμάτων εννοίας τινός, ώστε να διακρίνεται αύτη από πάσαν άλλην έννοιαν. 


μόριον (το) : Το μικρότατον τεμαχίδιον ουσίας τινός, το οποίον δύναται να υπάρχη ελεύθερον είτε εις την αέριον κατάστασιν, είτε εις αραιάν διάλυσιν εντός αδρανούς διαλυτικού.


Δύναται να είναι είτε ανεξάρτητον άτομον, είτε συγκρότημα ατόμων συγκρατουμένων μεταξύ των δια σχετικώς ισχυρών δυνάμεων (σθένους) δρων ως εκ τούτου ως μια μονάς.


Τα μόρια των χημικών στοιχείων αποτελούνται κατά κανόνα εκ δύο ατόμων συνηνωμένων, εκτός των ευγενών αερίων και πολλών μετάλλων, των οποίων τα μόρια αποτελούνται εξ ενός μόνον ατόμου. Τα μόρια των χημικών ενώσεων αποτελούνται γενικώς εκ 2 ή περισσοτέρων διάφορων ατόμων, πολλών δε οργανικών ενώσεων από μέγαν αριθμόν ατόμων.


πρόσφυξ (ο) -υγος : Ο καταφυγών που.   

// (πλυθ.) πρόσφυγες : κυρίως οι εκ Τουρκίας εκδιωχθέντες και καταφυγόντες εις την Ελλάδα 

Έλληνες μετά την Μικρασιατικήν καταστροφήν του 1922.  


στρατόπεδον (το) : Εδαφικός χώρος εκ των προτέρων προπαρασκευασθείς εις ον εγκαθίσταται στρατός

 

Στρατόπεδον συγκεντρώσεως : τόπος κρατήσεως προσώπων πολιτικώς υπόπτων ή αντιπάλων του καθεστώτος κ.λ.π.


φωτιά (η) δημ. : Το πύρ // Πυρκαϊα // Συνεκδοχικώς μάχη. 


(Οι ορισμοί από το ΕΠΙΤΟΜΟΝ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΚΑΙ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ "ΗΛΙΟΥ"). 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου