Μια φορά κι ένα καιρό, στη φεουδαρχική Ιαπωνία του 18ου αιώνα γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. Οι γονείς του ευτυχείς σα να κέρδισαν το λαχείο, αγαπημένοι και νέοι, το νεογέννητο υγιές, δημιουργήθηκε κατ' ευθείαν ένα τρίγωνο ισοσκελούς οικογενειακής θαλπωρής και αισιόδοξης ενατένισης του κοινού μέλλοντος. Όλος ο γύρω κόσμος στην αρχή εναρμονίστηκε με την απόλυτη αυτή αίσθηση πληρότητας, για δυο χρόνια η σοδειά ήταν ονειρεμένη και η καθημερινή ζωή κυλούσε σαν τις σταγόνες της βροχής στο τζάμι, ήρεμα και ποιητικά, αλλά η ζωή δυστυχώς δεν είναι παραμύθι.
Η χαρά του ζευγαριού ήταν αλήθεια μοναδική γιατί ο γάμος τους, μόλις λίγο καιρό πριν, είχε όλους τους λόγους για να καταλήξει σε πραγματική καταστροφή. Δεν μιλάμε απλά για απουσία έρωτα και συνοικέσιο, επρόκειτο περί ιστορίας ακόμη χειρότερης. Η μητέρα της κόρης, η όμορφη Ίτσι, ήταν παλλακίδα του άρχοντα και μάλιστα του είχε χαρίσει και ένα γιο ως διάδοχο. Ο φεουδάρχης, βλέπετε, επειδή με την επίσημη σύζυγό του είχε αποκτήσει μόλις ένα γιο και δεν μπορούσε να κάνει και άλλο, παρά τις επίμονες προσπάθειες, αποφάσισε να λειτουργήσει κάπως ανορθόδοξα, ακόμη και για εκείνη την μακρινή εποχή. Άρχισε να ψάχνει μέσα στο βασίλειό του για μια όμορφη νεαρή παρθένα, η οποία, φέρνοντας στη ζωή τον σπόρο του, θα του παρείχε την λύση ενός plan b για την περίπτωση που, ω μη γένοιτο, κάτι κακό συνέβαινε στο μονάκριβο υπάρχοντα γιόκα του. Από τη στιγμή που τα μάτια του έπεσαν στη νεαρή Ίτσι, ένα βροχερό πρωινό στην αγορά, το γεράκι μας είχε βρει το θήραμά του. Ήταν θέμα μιας απλής διαταγής στους γονείς της Ίτσι, την θέλει ο άρχοντας και ό,τι θέλει το παίρνει. Και την πήρε. Η κοπέλα υπάκουσε σα ζώο στην είσοδο σφαγείου.
Δεν ήταν δύσκολο να τεκνοποιήσει η Ίτσι, όπως φάνηκε. Λίγες ημέρες από την είσοδό της στο παλάτι έμεινε έγκυος. Ο βασιλιάς μας, αφ' ενός ικανοποιημένος από τις ερωτικές του επιδόσεις και αφ' ετέρου θαμπωμένος από τα κάλλη της νεαρής παλλακίδας, άρχισε να της δίνει μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι στη σύζυγό του, γεγονός που εξόργισε την τελευταία. Σε ένα διάδρομο του παλατιού κάποιο τυχαίο απόγευμα που ούτε καν φυσούσε η μεσήλικη σύζυγος επιτέθηκε στην Ίτσι με προφανή σκοπό από τα χτυπήματα της να χαθεί σε ένα ποταμό αίματος το κυοφορούμενο έμβρυο. Νέα και δυνατή η Ίτσι την απώθησε εύκολα, αλλά τα νέα δεν άργησαν να μεταφερθούν στο βασιλιά. Μια μεταφορά αυτή και μια ακόμη της συζύγου σε μια ιδιόμορφη εξορία, ένα μακρινό ορεινό εξοχικό σπίτι, μας κάνουν δύο. Ο βασιλιάς προστάτευσε την Ίτσι σαν να την αγαπούσε πραγματικά, κάτι που άρχισε και αυτή να πιστεύει ενδόμυχα. Η ηρωίδα μας γεννά ένα αγόρι πιο δυνατό και από τη βαρύτητα, για να ανακαλύψει έπειτα ότι ήδη από τη λοχεία της η βασίλισσα έχει επιστρέψει στ' ανάκτορα, με εντολή του βασιλιά. Μια αυτή η εντολή και μια εκείνη που δίνεται στον εγκέφαλο της Ίτσι όταν συνειδητοποιεί ότι ο φεουδάρχης από τη γέννα της και μετά δεν την επισκέπτεται και δεν ενδιαφέρεται ούτε τι κάνει πια, μας κάνουν δύο. Τρεις αν προσθέσεις και τη βασιλική εντολή ο γιος της Ίτσι να μεταφερθεί σε άλλο χώρο από το δωμάτιό της, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας μάνας - γιου. Όποτε η ψυχική υγεία της Ίτσι αρχίζει και κλονίζεται, όλο και πιο πολύ, μέχρι που κάποια στιγμή προσπαθεί να σκοτώσει τη βασίλισσα. Στο μυαλό του συνετού μας βασιλιά αυτό παραπάει : τώρα αυτή που πρέπει να εξοριστεί δια παντός είναι η Ίτσι.
Εδώ βρίσκεται όμως και το κλειδί του παραμυθιού, το σκοτεινό πηγάδι της ιστορίας μας : ο φεουδάρχης δεν την στέλνει σε κάποιο σανατόριο στην Ελβετία, σα να ξέρει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αναχρονισμός, αποφασίζει και διατάσσει το γάμο της Ίτσι με το Γιογκόρο Σασαχάρα, με το έτσι θέλω. Αυτοί είναι οι τρισευτυχισμένοι γονείς της αρχής του παραμυθιού. Ο Γιογκόρο, γιος του Ισαμπούρο, ένας νεαρός που ψάχνει για σύζυγο προκειμένου να φτιάξουν τη ζωή τους και το σπιτικό τους, δέχεται τη διαταγή να σταματήσει να ψάχνει. Την βρήκε (ο άρχοντας) και είναι η Ίτσι. Παρά τη βαθιά δυσφορία του πατέρα του, ο οποίος είναι ένας γερασμένος Σαμουράι που διδάσκει πλέον ξιφασκία στο παλάτι, ο Γιογκόρο αποφασίζει να αποδεχθεί την εντολή και να υπακούσει.
Αν κρυφακούσουμε και εμείς τις φήμες που προηγήθηκαν του ερχομού της Ίτσι στο σπίτι, που έλεγαν για μια υστερική παλλακίδα που προσπάθησε να δολοφονήσει τη βασίλισσα, για ένα ον με διαταραγμένο μυαλό, θα καταλάβουμε το λόγο που η ένωση των δυο αυτών ανθρώπων ξεκίνησε με τη σχετική βεβαιότητα ότι θα καταλήξει σαν εφιάλτης. Αλλά ο δρόμος της ζωής έχει κάτι στροφές που ξεδιπλώνουν μια μαγική θέα μπροστά σου, κάτι βιβλία που ακουμπώντας τα - ανοίγει μια μυστική πόρτα ενός δωματίου που μοιάζει άλλος κόσμος. Από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν ο Γιογκόρο και η Ίτσι, κατάλαβαν. Κάτι που ακόμα μέχρι σήμερα το λένε κάποιοι γέροντες Ιάπωνες στα ορεινά χωριά της Οκινάουα μουρμουρίζοντας μέσα στον ύπνο τους άγνωστες σε όλους λέξεις, λέει ο μύθος. Και κάπως έτσι καταλήγουμε στην αρχή του παραμυθιού. Στη γέννηση ενός κοριτσιού αγαπημένου απ' όλους, μιας θηλυκής κορυφής ενός τριγώνου ευτυχίας σε πείσμα ενός βασανιστικού κύκλου του παρελθόντος που είχε δοκιμάσει τους γονείς του. Θα μπορούσαμε να τη βαφτίσουμε Ελπίδα στα γιαπωνέζικα αλλά το παραμύθι τελειώνει εδώ.
Με τον απρόσμενο θάνατο του πρώτου γιου και διαδόχου του, ο άρχοντας Ματσουντάιρα ορίζει νέο διάδοχο το γιο της Ίτσι και εκδίδει νέα διαταγή : Να επιστρέψει η Ίτσι στο παλάτι ως μητέρα του νέου διαδόχου. Ως άνθρωποι ο Γιογκόρο, η Ίτσι αλλά και ο πατέρας Ισαμπούρο αρνούνται, επιλέγοντας, αν χρειαστεί, να πεθάνουν.
Θα μπορούσα να συνεχίσω αλλά αυτή η ταινία αξίζει όσο ελάχιστες. Είναι μονάκριβη, ασπρόμαυρη (γυρίστηκε το 1967 από το Μασάκι Κομπαγιάσι), φιλοσοφική σαν μάθημα, άψογη. Τίτλος : Jôi-uchi: Hairyô tsuma shimatsu ή Samurai Rebellion ή στα ελληνικά Ανταρσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου