Κυριακή, 12 Δεκεμβρίου 1999, τελειώνω το διάβασμα της στήλης με τον τίτλο "Τα απογεύματα του χειμώνα" και μένω κεραυνοβολημένος : "Μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν το χειμώνα επειδή ήταν χειμώνας όταν έμαθαν να αγαπούν, όμως, ειδικά στο κέντρο αυτής της άσκημης πόλης, ο Δεκέμβρης γίνεται το καταφύγιο της νεόπλουτης ψυχής που δεν έχει τα κότσια να επιθυμήσει τον ήλιο." Η σελίδα 73 της κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας της 12.12.99 ήταν χρονικά η πρώτη που κόπηκε με ψαλίδι και προσοχή παιδιού του Δημοτικού και φυλάχθηκε, ακολουθούμενη έκτοτε από αρκετές άλλες, αποτελώντας την αρχή από κάτι σαν συλλογή, ενώ η επίδραση του παραπάνω επιλόγου ήταν παρόμοια και σε ακόμη έναν - τουλάχιστον - αναγνώστη εκείνης της ημέρας, του Θ. Ο κεραυνός εκείνος υπήρξε αληθινός προπομπός της πρωτόγνωρης έντασης βροχής που θα ακολουθούσε : "Σε αντιστάθμισμα οι τυπικές συναναστροφές γίνονται κράχτες της ευτυχίας. Όταν κουβεντιάζω με κάποιον δεν μπορώ παρά να προσέξω το πόσες φορές θα αναφερθεί σε "φίλους του", εννοώντας, ξαφνικά, απλώς τους γνωστούς του. Δεν απαιτείται σοφία προκειμένου να αντιληφθείς ότι οι φίλοι των φίλων σου μιλάνε για πρόσωπα με τα οποία έχουν ελάχιστη ή καμία ουσιαστική σχέση. Αυτός ο πληθωρισμός της προσφώνησης δεν είναι πλέον ζήτημα απονήρευτης ενατένισης του κόσμου αλλά συνιστά, αποενοχοποιητικά, μια μετωνυμία, ή μάλλον έναν ευφημισμό : όσο πιο δραματικά ατροφούν οι αληθινές φιλίες, τόσο πιο θεαματικά ο κόσμος πλημμυρίζει από επαγγελματίες φίλους. Είναι αυτοί που έχουν νικήσει την ουλίτιδα και που ποτέ δεν θα σου πουν "Τηλεφώνησα στον πατέρα μου" αλλά πάντα : "Επικοινώνησα με τους δικούς μου" ... " Όποιος μιλάει σωστά, λέει ο Σολομώντας στις Παροιμίες, είναι σα να φιλάει τον άλλο στο στόμα" (Κυριακάτικη, 19.12.1999), ή "Σαν τα νήπια του Ηρώδη, τα παιδιά μας δεν θα προλάβουν να μιλήσουν διότι το σύστημα δολοφονεί το λόγο πριν αυτός διατυπωθεί. Ο αποχωρισμός από την παιδική ηλικία γίνεται με το σπαθί. Αυτό διαδέχεται το ψαλίδι της μαίας. Αν είναι υπερβολή να πεις πως οι υπολογιστές διδάσκονται στα νηπιαγωγεία μαζί με την ευτυχία της εναπόθεσης του σκέπτεσθαι σε μηχανές, τα λεγόμενα φροντιστήρια πάντως ξεκινούν πραγματικά από την εποχή του δημοτικού, η κούνια του μωρού λικνίζεται στον επαγγελματικό προσανατολισμό. Το παιδί θα μάθει, πολύ γρήγορα, ότι το μέλλον είναι εδώ, το αύριο είναι το τώρα, το μεθαύριο έχει ήδη παρέλθει, πριν προλάβεις ν' ανοιγοκλείσεις τα μάτια." (Κυριακάτικη, 25-26/12.1999).Τότε, εικοσάχρονοι (συμ)φοιτητές, Θεσσαλονίκη, η κυριακάτικη έκδοση (της ζωής μας), πότε ξημερώματα Κυριακής πότε απομεσήμερο, με τη μια ψάχνοντας προς το τέλος του φύλλου, αποζητώντας φράσεις σαν τις παραπάνω, τα ένθετα πάνω στο τραπέζι ανάκατα με τους καφέδες τα μεσημέρια, ποιος έχει το "Ε", για δες αυτό, η "Ελευθεροτυπία" ήταν απαραίτητο εξάρτημα της παρέας, με τα "παράδοξα" του Ευγένιου να είναι, βεβαίως, το κερασάκι στην τούρτα. Υπήρξε ένα διάστημα μέχρι και το 2001, σίγουρα, που ό,τι έγραφε ο Αρανίτσης κάθε εβδομάδα στη στήλη του αποτελούσε αυτόματα σημείο αναφοράς στις συζητήσεις με τον Θ., και όχι μόνο σε αυτές της εκάστοτε Κυριακής, αποστηθίζαμε διάφορα και τα αμολούσαμε σε παρέες ανυποψίαστων, προσπαθούσαμε να αναλύσουμε, η ανάγνωση των Παραδόξων είχε γίνει το χόμπι μας. Προσπαθώ να καταλάβω, τώρα, που έχω μήνες να αγοράσω Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, συνειδητά, και που διαβάζω πλέον Αρανίτση στη χάση και στη φέξη, τι μεσολάβησε αυτά τα δέκα χρόνια : Θυμάμαι, κάποια στιγμή, ένιωθα πως η υπόλοιπη εφημερίδα άρχισε να ξεθυμαίνει, να με απογοητεύει, ένα διάστημα έλεγα ότι την αγοράζω λόγω Αρανίτση και μόνο, το ίδιο και ο Θ., η πτώση της ποιότητας του εντύπου συνεχίστηκε αργά αλλά σταθερά, νομίζω, άρχισε να μου φαίνεται ότι επαναλαμβάνεται και ο Ευγένιος, σε ένα βαθμό, μέχρι που σταμάτησα να την αγοράζω λόγω Αρανίτση και μόνο. Μονομερής εξήγηση, απλοϊκή και άστοχη. Ίσως εγώ, που από το 2001 έπαψα να είμαι φοιτητής, κατέβηκα Αθήνα, άρχισα δουλειά, στην αρχή πιο χαλαρά και με τα χρόνια όλο και πιο εντατικά, με τα χρόνια, δύο παιδάκια, ευθύνες, άγχος, κάθε διάβασμα εκτός δουλειάς κομμένο, ποιος ξέρει. Δεν ξέρω. Χριστούγεννα πάλι, δέκα χρόνια μετά τα τηλέφωνα στο Θ. βράδυ Σαββάτου από το παγκάκι στη Θεμιστοκλέους, μόλις έχω πάρει την εφημερίδα, να του διαβάζω πρώτος αποσπάσματα, η Ελευθεροτυπία καταθέτει αίτηση στο άρθρο 99, οι εργαζόμενοι απλήρωτοι, ούτε Δώρο Χριστουγέννων ούτε και ελπίδα για το μέλλον, η απόλαυση του να διαβάζεις τα παράδοξα προ πολλού ανάμνηση, ούτε που την ανέσυρα στο μυαλό τελευταία. Μέχρι που ένα πρωί, τηλέφωνο ο Θ. "πες μου τη διεύθυνση του γραφείου σου, ΤΚ, να σου στείλω κάτι", λίγες μέρες μετά, ένας φάκελος με φωτοτυπίες όλων των άρθρων που είχε ο Θ. κόψει με ψαλίδι και προσοχή παιδιού του Δημοτικού και φυλάξει, τηλέφωνο πίσω, απάντηση "τα βρήκα στη μετακόμιση και έφτιαξα δύο τεύχη, ένα δικό μου και ένα δικό σου, δώρο", τίποτα περίεργο, ένας φίλος μου έστειλε ένα δώρο με το ταχυδρομείο, παραμονές Χριστουγέννων.
Αντιγράφω από αυτό, (δηλαδή από τον Αρανίτση) : "Ένας φίλος, είπε ο Βίτγκενσταϊν, είναι κάποιος με τον οποίο μπορείς να λες ανοησίες με τη σέσουλα. Εγώ, απεναντίας, πίστευα πάντα πως ένας φίλος είναι κάποιος με τον οποίο μπορείς να ανοίγεις συζητήσεις όχι απλώς σοβαρές αλλά κυριολεκτικά επικίνδυνες. Περιττό να υπογραμμίσω πόσο ευχάριστο είναι να εντοπίζει κανείς τα λάθη του Βίτγκενσταϊν. Δεν συμβαίνει πλέον καθημερινά, πως να το κάνουμε. Διότι, τι άλλο είναι η σοβαρή συζήτηση αν όχι κυκλοφορία νοημάτων συνδεδεμένων μ' εκείνη την ψυχική ρίζα που η ύπαρξή της υποτίθεται ότι πρέπει, πάση θυσία, να αποσιωπηθεί ; Εκκωφαντική μοιάζει όντως η σιωπή στο εγκαταλελειμμένο ρεπερτόριο των συνομιλιών που δεν γίνονται πια, δηλαδή εκείνων που το περιεχόμενό τους συμπίπτει με συναισθηματικά και συγκινησιακά διακυβεύματα. Στον κενό αλλά φορτισμένο τους αντίλαλο ασκούνται τώρα ως λάτρεις της ευκολίας, κοροϊδεύοντας το υπονοούμενο μιας αγάπης περισσότερο απαιτητικής από την ανταλλαγή αστεϊσμών. Ότι αγάπη σημαίνει να επωμίζεσαι το φοβερό ρεαλισμό που επιβάλλουν οι διαπροσωπικές εκκρεμότητες το ξεχνούν. Φίλος θα ήταν, εντέλει, εκείνος που θα σου επέτρεπε να του πεις την αλήθεια, ανοιχτός στο να δεχτεί τη βοήθειά σου. Κατ' ουσίαν, ο βαθμός φιλίας που συνδέει δύο πρόσωπα δεν διαφέρει από το βαθμό της άνεσης που διέπει τη μεταξύ τους ελευθερία λόγου. Ο Μπέκετ άφησε να εννοηθεί ότι η φιλία ίσως είναι η δυνατότητα να κάθεσαι απέναντι στον άλλο με τις ώρες δίχως να λέτε τίποτα. Αν θέλετε τη γνώμη μου, αυτή είναι όντως μια καλή φιλία για γάτες και σκύλους."
Θάνο, ευχαριστώ. Έχω κολλήσει με τη φράση "Προσπάθησα κατ' επανάληψη να δείξω πως η αδιαφορία για τις συνέπειες δεν απέχει από την αδιαφορία για τις αιτίες", μου θυμίζει το σχήμα στο 4ο έτος.
Υ.Γ. "Τα ίδια τα Χριστούγεννα, που ως γνωστόν έρχονται κάθε χρόνο και πιο νωρίς, σαν τα δελτία ειδήσεων, ζητιανεύουν λίγες μέρες παραπάνω, κάποια επιπλέον έξοδα, μερικά ακόμη γραμμάρια κιτς, Αβραμόπουλος και Άντερσεν, παιδιά των φαναριών και κοριτσάκι με τα σπίρτα, συναιρούνται μέσα στην επαιτεία για το ένα δέκατο του εκατοστού ενός θαύματος. Από τα λυχνάρια του παραμυθιού στα φανάρια των διαταυρώσεων, είμαστε όλοι τα πρεζάκια των Χριστουγέννων. (Κ.Ε. / 17.12.2000)