Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Ο Λιθουανός Δημήτρης Διαμαντίδης


Δεν είδε ποτέ σαν βαρέλι το αντίπαλο καλάθι (Νίκος Γκάλης), δεν είχε την απίστευτη σωματική διάπλαση του Αντετοκούμπο, δεν άλλαξε τον τρόπο που παίζεται το άθλημα (Θοδωρής Παπαλουκάς), δεν ήταν ποτέ σίγουρο ότι αυτός θα πάρει την τελευταία επίθεση σαν το Σπανούλη, δεν ήταν θεαματικός, δεν ήταν φωτογενής, δεν έδινε συνεντεύξεις πολλές, έκοψε νωρίς από την Εθνική Ελλάδας. Γιατί το ίντερνετ έχει πλημμυρίσει εδώ και μια βδομάδα από αφιερώματα για εκείνον ; Γιατί τέτοιος καημός ; Πως κατάφερε να κερδίσει το σεβασμό όχι μόνο όλων των Ευρωπαίων φιλάθλων αλλά ακόμα κι αυτών των πωρωμένων οπαδών του Ολυμπιακού ;

Πρώτον, η εξέλιξή του στην αρχή εδράζεται μόνο στη σκληρή δουλειά. Χτίζει μόνος το όνομά του στον Ηρακλή χρόνο με το χρόνο, "αναγκάζοντας" κατά κάποιον τρόπο την αυτού μεγαλειότητα τον Ομπράντοβιτς να τον ζηλέψει (εύνοια της τύχης). Ο μύθος θέλει το Ζέλικο να τον ζητάει από τους Γιαννακόπουλους όπως το μικρό παιδί το παγωτό (2004).

Έπειτα, το γεγονός ότι συνέπεσε χρονικά (συγκυρία) στην πληρέστερη και πιο ταλαντούχα φουρνιά περιφερειακών παιχτών που έβγαλε η χώρα (Παπαλουκάς, Διαμαντίδης, Σπανούλης και Ζήσης, παιχταράδες όλοι τους, με διαφορετικά μεταξύ τους χαρακτηριστικά που έτυχε να "δέσουν" αυτόματα, δημιουργώντας την ελληνική "ομάδα - όνειρο") τον δίδαξε την αξία της ομάδας, στο κορυφαίο επίπεδο, γιατί παρά το ότι ο πρώτος άλλαζε κατά βούληση το ρυθμό μοιράζοντας σακούλες (στους αντπάλους) και ασίστ (στους συμπαίκτες), ότι από την αρχή ο τρίτος έδειχνε πόσο επιθετικό υπερόπλο θα γίνει κι ο τέταρτος εμφανιζόταν από τα είκοσί του ως συνώνυμο της μπασκετικής σύνεσης, ενώ ο Δ.Δ. ξεκίνησε ως το αμυντικό ατού του καρέ, οι μεγάλες εθνικές επιτυχίες δεν προήλθαν τόσο από την κατά γράμμα τήρηση των ρόλων του καθενός αλλά από την υπέρβασή τους. 

[Λογικά, το χρυσό του 2005 στο Ευρωμπάσκετ ήταν κομβικής σημασίας, και σε προσωπικό επίπεδο : αφ' ενός καθιέρωσε όλους τους πρωταγωνιστές, απελευθερώνοντάς τους από το άγχος να αποδείξουν την αξία τους, καθώς είχαν καταφέρει από νωρίς να φτάσουν τα επιτεύγματα του 1987, αφ' ετέρου για τον ίδιο το Διαμαντίδη, με εκείνο το απίστευτο τρίποντό του στο καλάθι των Γάλλων στα ημιτελικά έρχεται η ώρα της προσωπικής δικαίωσης. Ο φοβερός αμυντικός αποδεικνύει σε όλους όχι μόνο ότι είναι ψύχραιμος αλλά ότι είναι και σουτέρ, δηλαδή ένας "μεγάλος παίχτης". Σε αυτή την γενική παραδοχή δεν πρέπει βεβαίως κανείς να υποτιμήσει τη συμβολή της μαγικής περιγραφής της φάσης από το Βασίλη Σκουντή, η οποία δίνει στη στιγμή ένα τόνο "Πύρρου Δήμα", απογειώνοντας τον αθλητικό μετασχηματισμό του 3D.] 

Ένα χρόνο μετά έρχεται η μεγαλειώδης εμφάνιση και νίκη στον ημιτελικό του Μουντομπάσκετ, κόντρα στους αμερικάνους υπερήρωες, για να γίνει η μπασκετική μας καταξίωση παγκόσμια. 

[Εδώ, το σάλπισμα της εθνικής αντεπίθεσης στο δεύτερο δεκάλεπτο ξεκινά από μια αμυντική ενέργεια του Διαμαντίδη : είναι η αυτοκρατορική του τάπα που κάνει τους υπόλοιπους να πιστέψουν ότι μπορούν να τους κερδίσουν στο δικό τους στυλ παιχνιδιού, ότι μπορούν να σκοράρουν περισσότερους πόντους από εκείνους, ότι μπορούν να πηδήξουν πιο ψηλά, ότι μπορούν να τους κοιτάξουν στα μάτια. Η αθλητική αξία της νίκης μας αυτής είναι ότι δεν είναι μια νίκη "Ρεχάγκελ", είναι μια ιστορία παλικαρίσια και βγαλμένη απ' το μπάσκετ που οι αντίπαλοι έμαθαν να παίζουν στα γήπεδα του Χάρλεμ. Η ομάδα έχει κερδίσει και στον τρόπο και στο αποτέλεσμα - νίκη κατά κράτος, η λεγόμενη. Ο μετασχηματισμός είναι πλέον ομαδικός, η ομάδα της Σαϊτάμα δεν είναι η ομάδα που ξέραμε πριν. Είναι τέτοια η ευφορία που κανείς μας δεν θυμάται τον τελικό, δέκα χρόνια μετά. Ο Διαμαντίδης είναι μόλις 26 ετών.]

Το 2007 έρχεται και η συλλογική καταξίωση, που από τότε λέγεται "triple crown", με αναμφισβήτητο ηγέτη του Παναθηναϊκού το Διαμαντίδη, ύστερα από τη φυγή του Σπανούλη για το ΝΒΑ, ο οποίος ανακηρύσσεται και πολυτιμότερος παίχτης της Ευρωλίγκας. Η συνεργασία του με τον Ομπράντοβιτς εκτός από αγαστή, σε επίπεδο τίτλων, αγγίζει πλέον επίπεδα μπασκετικής υιοθεσίας : οι συνεργασίες του μέσα στο γήπεδο με τον Μπατίστ έχουν αφήσει ιστορία, ο τρόπος που κατευθύνει το παιχνίδι της ομάδας αρχίζει να μοιάζει ρομποτικός ...


Η σχέση του με τον Ομπράντοβιτς ανεβάζει επίπεδο το εγχώριο μπάσκετ και αποδεικνύεται αμοιβαία επωφελής, στη διάρκειά της. Ο Σέρβος καθιερώνεται ως πολυνίκης, ενώ οι ρίζες της δουλειάς του στην Αθήνα κάνουν ξεκάθαρη τη σφραγίδα που προσωπικά αφήνει στο άθλημα. Το περιπαιχτικό "Γκαστόνε" που τον συνόδευε στον ερχομό του στην Αθήνα, δεν το θυμάται πλέον κανείς.

Από την άλλη, ο αργαλειός του ευρωπαϊκού μπάσκετ υφαίνει τη φανέλα με το Νο 13 μέσα από σωρεία συλλογικών και προσωπικών διακρίσεων. Εκτός από σημείο διαρκούς αναφοράς μιας τεράστιας ευρωπαϊκής ομάδας, ο Διαμαντίδης μέσα στα χρόνια από το 2007 έως το 2011 βελτιώνεται συνεχώς και εμπλουτίζει το παιχνίδι του, οργανωτικά άρτιος και επικίνδυνος επιθετικά, εκτός από καταπληκτικός αμυντικός.  

Δύο είναι νομίζω τα χαρακτηριστικά του ως παίκτη, μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια : α) παίζει καθαρά, σεβόμενος τους κανόνες. Όταν κάνει φάουλ θα σηκώσει αμέσως το χέρι του, είναι sportsman, δεν είναι εριστικός, σέβεται τον αντίπαλο, όταν αδικηθεί θα διαμαρτυρηθεί, στηρίζει το συμπαίκτη στη στραβή, δεν κάνει θέατρο να εκβιάσει σφυρίγματα κ.ο.κ. και β) έχει βρει τη χρυσή τομή αλτρουισμού - εγωισμού : αυτό το σημείο που το αμπραγιάζ της ομάδας και το γκάζι της προσωπικής φιλοδοξίας φτιάχνουν την τέλεια μπασκετική κατάσταση, αυτό ακριβώς που δεν έχει στο σύστημά του ο killer Σπανούλης.

Για τον φίλαθλο, ο Διαμαντίδης θα αναδείξει πολλά περισσότερα σε ένα παιχνίδι από τους πόντους που θα σκοράρει. Απ' αυτόν και τον Παπαλουκά μάθαμε την αξία της ασίστ, ότι ένα κλέψιμο ή μια τάπα μπορεί να αποδειχθεί πιο σημαντική κι από ένα τρίποντο, ότι η άμυνα είναι συνολική, ότι εκτός από το σουτ, για να παίξεις μπάσκετ πρέπει να 'χεις και άλλες δεξιότητες.

Για τον οπαδό του Παναθηναϊκού, ο Διαμαντίδης είναι αυτός που πήρε τη σκυτάλη από τον Στόγιαν Βράνκοβιτς στην κατάθεση ψυχής στο παρκέ. Όπως εκείνος τα έδωσε όλα στο περίφημο σπριντ πριν το αντικανονικό κόψιμο στον τελικό του 1996, έτσι και ο 3D έχει δώσει τα πάντα. Ιδίως την περσινή σαιζόν που ανέλαβε να τραβήξει το κάρο όλο μόνος του, τριανταπεντάρης πια, υπήρξε κάτι παραπάνω από συγκινητικός, μάλλον συγκλονιστικός.

Σκέφτομαι, τώρα, καθώς τα γράφω όλ' αυτά, κάτι ιστορίες που έχω ακούσει για τη Λιθουανία, πως όλοι εκεί ξέρουν μπάσκετ, πως όλοι, μικροί - μεγάλοι, παίζουν μπάσκετ, πως η χώρα όλη είναι γεμάτη με γήπεδα μπάσκετ, και θυμάμαι τον Καρνισόβας στη γραμμή των βολών, να λυγίζει τα πόδια και να σουτάρει σαν βγαλμένος από πρόγραμμα υπολογιστή, και εμένα να σκέφτομαι ότι έχει στο DNA του γραμμένα όλα τα βασικά του αθλήματος. 

Αυτός νομίζω ότι ήταν τελικά ο Δημήτρης Διαμαντίδης : ένας Λιθουανός, ένας άνθρωπος που κατείχε όλα τα βασικά του αθλήματος και που (μας) έμαθε, μέσα από το άθλημα, και κάτι περισσότερο : την αξία του άλλου, τα όρια της φιλοδοξίας, τη σημασία της διάρκειας αλλά και το αναπόδραστο του φθαρτού μας είναι, το σεβασμό και το τέλος, το ότι τελικά όλοι μας έχουμε τη δύναμη να επιλέγουμε.

Αρκέστηκε στον Παναθηναϊκό, όσο έπαιζε μάθαινε, όσο μάθαινε έπαιζε, όταν είπε "αποχωρώ" δυο φορές, το εννοούσε και τις δύο, δούλευε καθημερινά, κουραζόταν - στο τέλος εμφανώς, έγινε σημαία, είδωλο και αφίσα σε εφηβικά δωμάτια, έφυγε και όλοι τον χειροκρότησαν, φίλοι κι αντίπαλοι, ευστόχησε κατά καιρούς και αστόχησε, ενώ σε κάθε ευκαιρία έδειχνε ότι υπάρχει και κάτι άλλο, πιο σημαντικό απ' το μπάσκετ, πες το ήθος, πες το ψυχή, καθαρό βλέμμα ή δυνατή χειραψία, μια φανέλα εκεί ψηλά στο γήπεδο με ένα γρουσούζικο νούμερο που σου ζεσταίνει την καρδιά ... Και η τελευταία φάση της καριέρας του, αυτή η άμυνα στον Σπανούλη που δεν βγήκε, που λογικά δεν θα έβγαινε ποτέ από έναν αποκαμωμένο Διαμαντίδη, που τεντώθηκε με όλο του το "είναι" ύστερα από δύο παρατάσεις, ρίχνει την αυλαία όπως πρέπει για ένα παίκτη που είχε από καιρό αποδείξει ότι είναι συγκινητικός, και ώρες - ώρες, ιδίως στα τελευταία λεπτά κάποιων αναμετρήσεων, συγκλονιστικός. Γιατί έδειξε ότι αποσύρεται γνωρίζοντας το πιο δύσκολο όλων : να χάνει με αξιοπρέπεια. Αυτό είναι που κάνει τόσο μεγάλο αθλητή το Δημήτρη Διαμαντίδη, γιατί τίτλους έχουν πολλοί κερδίσει.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου