Ήταν κάπου κοντά στα περασμένα Χριστούγεννα όταν έμαθα την ύπαρξη μιας ποιητικής συλλογής με τον τίτλο "Που πάει το άσπρο όταν το χιόνι λιώνει ;" ή κάπως έτσι, την οποία και δεν έχω αξιωθεί να διαβάσω στα παιδιά μου πριν τον ύπνο, παρά το ότι πιστεύω ότι γεφυρώνει απόλυτα ό,τι απέμεινε από την ελληνική σύγχρονη ποίηση και το παιδικό παραμύθι, με αναλογία 10 - 90. Και ο λόγος είναι ότι δεν πρόκειται να την αγοράσω, εκτός κι αν πλασαριστεί δωρεάν με καμιά κυριακάτικη εφημερίδα, οπότε θα το σκεφτώ, με όρους Λιμνούπολης.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, κάποια ποιητική φλέβα μπορεί να υπέβοσκε σε κάποια από τα χιλιάδες κοριτσιών που διάβαζαν μετά μανίας Μανίνα, δεν πρέπει κανένας ποτέ να είναι πολύ αυστηρός με τα παιδιά, ιδίως όταν παίζουν με μολύβια. Όμως, με αφορμή την έκδοση και προβολή τέτοιων καλλιτεχνικών πονημάτων, η κουβέντα αναγκαστικά θα οδηγηθεί στη σχέση παιδιών και ποίησης, ή τέχνης, γενικότερα.
Αφού αναλογιστεί κανείς όμως ότι η αιτία της συναισθηματικής ανωριμότητας των σημερινών τριανταπεντάρηδων δεν πρέπει να αναζητηθεί περισσότερο σε αυτούς τους ίδιους αλλά κυρίως στους γονείς τους, οι οποίοι έβαλαν μοναδικό σκοπό της μικροαστικής τους ύπαρξης τα παιδιά τους να μην μεγαλώσουν ποτέ, από άποψη ευθυνών και αντιμετώπισης των δυσκολιών της ζωής κατά πρόσωπο, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να απορεί που κάποια κοπέλα με ένα σωρό λευκώματα στο Δημοτικό και την τάση, ως ενήλικας, χρονολογικά, ένα βράδυ κάθε εβδομάδας να το αφιερώνει στο να μένει σπίτι, μην ακολουθώντας τις φίλες της στα σινεμά ή στα μπαρ, προκειμένου να αφοσιωθεί στη συγγραφή, αισθάνθηκε ένα πρωί ότι ολοκλήρωσε τη λογοτεχνική ή ποιητική δουλειά της και, αφού φόρεσε ένα μοντέρνο ροζ καλτσόν, απευθύνθηκε στον πλησιέστερο στην οικία της εκδοτικό οίκο. Ως εδώ καλά. Τι ήταν αυτό όμως που είδε ο υπεύθυνος του εν λόγω εκδοτικού οίκου στη δουλειά της και όχι μόνο την εξέδωσε αλλά και την προωθεί με κάθε τρόπο, αυτό είναι το ζήτημα.
Δηλαδή, η εμπορική οργάνωση της διαδικασίας της αγοραπωλησίας των κάθε λογής έργων τέχνης, ας το πούμε κωδικά : "αγορά τέχνης" είναι το πρόβλημα, και όχι το χρώμα του καλτσόν της κάθε wannabe ποιήτριας.
Θα ήθελα να αναφερθώ στο σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο των Ρέππα - Παπαθανασίου και στο στίγμα που αυτός δημιούργησε, για να τον μιμηθούν στη συνέχεια και άνθρωποι με πορεία ετών όπως ο Καφετζόπουλος, θα ήθελα να θυμηθώ την ποιότητα των ελληνικών σειρών στην τηλεόραση για δεκαετίες, με ιδιαίτερη έμφαση στην υστερία των γυναικείων χαρακτήρων και τη σχέση αυτού του τονισμένου χαρακτηριστικού της πλοκής με την αίσθηση του χιούμορ, θα ήθελα να εφεύρω ένα μαθηματικό τύπο που να μπορεί να απεικονίζει την έκπτωση του δημόσιου λόγου εν γένει τα τελευταία χρόνια, σε κάθε εκδήλωση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, σε real time και εν είδει συνάρτησης, θα ήθελα να κάνουμε όλοι μαζί ένα πείραμα με έναν έφηβο, δύο ακουστικά ρώσικα από εκείνα για το κρύο της Σιβηρίας με καλώδια, μια φορητή συσκευή παραγωγής μουσικής και αποκλειστικά ακούσματα που έχουν συμμετάσχει στη Γιουροβίζιον, με διάρκεια πειράματος όλη την εφηβεία του υποκειμένου, προκειμένου να τσεκάρουμε αν και πότε θα αρχίσει το κάπνισμα ως ενήλικος και ποια θα είναι η σχέση του με τη λεύκανση των δοντιών, ως κόστος και ως ζητούμενο ζωής, θα ήθελα να διεξάγω μια δημοσκόπηση με ζητούμενο το τι διαβάζει ο σύγχρονος άνθρωπος στην τουαλέτα κι ας βγει κερδισμένη η ετικέτα του σαμπουάν ή το τελευταίο διαφημιστικό φυλλάδιο του Πράκτικερ, θα ήθελα να κάνω ένα σχόλιο για όλους αυτούς τους επιβάτες του μετρό που παίζουν παιχνίδια με φούσκες πολύχρωμες και μπάλες στα κινητά τους τηλέφωνα χωρίς ποτέ να χάσουν τη στάση που πρέπει να κατεβούν, θα ήθελα να πω, τέλος, τη γνώμη μου για ένα χοντρό που είχα γνωρίσει στη Νίσυρο και μου είχε συστηθεί ως σκηνοθέτης, για διάφορους που δηλώνουν λογοτέχνες ή ποιητές, για έναν εκδοτικό οίκο που αποφάσισε ότι είναι τεράστια επιχειρηματική ευκαιρία να εκδίδει βιογραφίες στον καθένα μας που πλησιάζει στη δύση της ζωής του, έναντι αδρού, εννοείται ανταλλάγματος, για το φαινόμενο "βιογραφία δίχως ζωή" αντί κρουαζιέρας στη Μεσόγειο, για ανθρώπους σαν το Χωμενίδη που στέρεψαν απ' την αρχή και τώρα απέμειναν να το παίζουν δημόσια πρόσωπα, σαν τη Λαμπίρη, για σωρεία αποτυχημένων καλλιτεχνικών γεωτρήσεων που κάποτε μας άρδευαν, για τη σχέση της πηγής υδροληψίας με την τέχνη, προκειμένου να μπορέσω τουλάχιστον να κρίνω τον τίτλο της ποιητικής συλλογής της κοπέλας, με όρους νερού και πηγών και εξάτμισης, αλλά δεν μπορώ.
Δεν μπορώ γιατί με όρους τρέχοντες καλλιτεχνικούς στενοχωριέμαι, γιατί δεν μπορώ να πάω στο θέατρο να δω τον Μαρκουλάκη, λόγω τιμής, γιατί προτιμώ να θυμηθώ τη Νύχτα της Κουκουβάγιας του Λευτέρη Βογιατζή.
Αλήθεια δεν μπορώ, γιατί υπάρχουν σύννεφα από τα οποία, αν πιεις αρκετά, μπορείς ακόμη να συγκινηθείς, όπως ο Καρούζος.
* Ο τίτλος είναι προφανώς επηρεασμένος από τον τίτλο ενός άρθρου του Ευγένιου Αρανίτση "Χαίρονται τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα όταν τα στολίζουμε ;"
* Και για να μην κρίνουμε μικρόψυχα, όπως όλοι σήμερα, εκ του ασφαλούς δηλαδή, ορίστε ένα δείγμα τέτοιας ποίησης, με τίτλο "Post It" :
* Ο τίτλος είναι προφανώς επηρεασμένος από τον τίτλο ενός άρθρου του Ευγένιου Αρανίτση "Χαίρονται τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα όταν τα στολίζουμε ;"
* Και για να μην κρίνουμε μικρόψυχα, όπως όλοι σήμερα, εκ του ασφαλούς δηλαδή, ορίστε ένα δείγμα τέτοιας ποίησης, με τίτλο "Post It" :
Μακριά στη θαλασσα αιωρούμενος μάτια
κλειστά και ήλιος αχινός - αρνητικό να χαρίζει
χρώματα, βουτιά -
πάνω στο γραφείο χαρτιά χρωματιστά,
μικροί ζαχαροπλάστες με ξυλομπογιές - λουλούδια
και ποδήλατα και πύραυλοι και μουτζούρες που ψάχνεις
σε τι μοιάζουν
σαν τα σύννεφα παλιά - απορίες, σαΐτες
τώρα, εδώ, κανένα, τρίχες πλέουν πίσω απ' τα βλέφαρα,
μόνο ήλιος
πάντα στη δεξιά πάνω γωνιά
μηχανική καλημέρα παιδική χαζογελάει άσκοπα
το χαρτί γυρίζει γύρω απ' τον ήλιο -
πάρε, μπαμπά, το πιο μικρό καράβι στο σύμπαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου